Anonymous

ὑπερκύπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_2)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερκύπτω''': [[κύπτω]] [[ὑπεράνω]], [[προβάλλω]] τὴν κεφαλὴν [[ὑπεράνω]] ἵνα ἴδω, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 22· ὑπερκύψας... [[κατεῖδον]] Πλάτ. Εὐθύδ. 271Α· (ὁ [[πλακοῦς]]), τὸ δὲ [[πάχος]] ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ Νικόστρατ. ἐν «Κλίνῃ» 1. 2· τοῦ στομίου Λουκ. π. Πένθους 16. ΙΙ. βαίνω [[πέραν]], [[ὑπερβαίνω]], [[παραλείπω]], μετ’ αἰτιατ., Ἀνθ. Π. 6. 250.
|lstext='''ὑπερκύπτω''': [[κύπτω]] [[ὑπεράνω]], [[προβάλλω]] τὴν κεφαλὴν [[ὑπεράνω]] ἵνα ἴδω, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 14. 22· ὑπερκύψας... [[κατεῖδον]] Πλάτ. Εὐθύδ. 271Α· (ὁ [[πλακοῦς]]), τὸ δὲ [[πάχος]] ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ Νικόστρατ. ἐν «Κλίνῃ» 1. 2· τοῦ στομίου Λουκ. π. Πένθους 16. ΙΙ. βαίνω [[πέραν]], [[ὑπερβαίνω]], [[παραλείπω]], μετ’ αἰτιατ., Ἀνθ. Π. 6. 250.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se pencher sur, se pencher pour regarder dans, gén.;<br /><b>2</b> dépasser, surpasser, dominer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[κύπτω]].
}}
}}