Anonymous

ἐπικύπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπικύπτω''': μέλλ. -ψω: [[κύπτω]] ἐπί τινος, ὑπέρ τι, [[κύπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819, Ἀριστοφ. Θεσμ. 239· ὀρθὸς ἔστηκε, μικρὸν ἐπικύπτων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 2· πρβλ. [[ἀποκύπτω]], [[ὑποκύπτω]]· - [[ἐπικύπτω]] ἐπί τι, [[κύπτω]] νὰ [[λάβω]] τι, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 18· ἐπ. ἐς [[βιβλίον]], [[ἐγκύπτω]] εἰς [[βιβλίον]], Λουκ. Ἑρμότ. 2: - στηρίζομαι ἐπί τινος, ἀκκουμβῶ, τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 6. 2· ἀλλ’, [[ἐπικύπτω]] τῷ συνεδρίῳ, [[κύπτω]] πρὸ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Διΐ Τραγ. 11: - μετοχ. πρκμ. ἐπικεκυφώς, ὁ κατὰ συνήθειαν κύπτων, [[κυφός]], οὐκ ἐπικεκυφὼς [[ὀρθός]], ὦ βέλτιστ’, ἔσει Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πινδάρῳ» 1.
|lstext='''ἐπικύπτω''': μέλλ. -ψω: [[κύπτω]] ἐπί τινος, ὑπέρ τι, [[κύπτω]] πρὸς τὰ [[κάτω]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819, Ἀριστοφ. Θεσμ. 239· ὀρθὸς ἔστηκε, μικρὸν ἐπικύπτων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 2· πρβλ. [[ἀποκύπτω]], [[ὑποκύπτω]]· - [[ἐπικύπτω]] ἐπί τι, [[κύπτω]] νὰ [[λάβω]] τι, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 18· ἐπ. ἐς [[βιβλίον]], [[ἐγκύπτω]] εἰς [[βιβλίον]], Λουκ. Ἑρμότ. 2: - στηρίζομαι ἐπί τινος, ἀκκουμβῶ, τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 6. 2· ἀλλ’, [[ἐπικύπτω]] τῷ συνεδρίῳ, [[κύπτω]] πρὸ [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. ἐν Διΐ Τραγ. 11: - μετοχ. πρκμ. ἐπικεκυφώς, ὁ κατὰ συνήθειαν κύπτων, [[κυφός]], οὐκ ἐπικεκυφὼς [[ὀρθός]], ὦ βέλτιστ’, ἔσει Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πινδάρῳ» 1.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> pencher la tête sur, se pencher sur;<br /><b>2</b> s’appuyer sur, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[κύπτω]].
}}
}}