Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀστώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀστώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὀστοῦν]], ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ὀστοῦ, [[πλήρης]] ὀστῶν, Ξεν. Ἱππ. 1, 8., 5, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 28, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -έστερος, [[αὐτόθι]] 3. 7, 11.
|lstext='''ὀστώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὀστοῦν]], ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ὀστοῦ, [[πλήρης]] ὀστῶν, Ξεν. Ἱππ. 1, 8., 5, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 28, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -έστερος, [[αὐτόθι]] 3. 7, 11.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />osseux.<br />'''Étymologie:''' [[ὀστέον]], -ωδης.
}}
}}