3,276,932
edits
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πειραστικός''': -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς δοκιμήν, [[δοκιμαστικός]], ἐστὶ δ’ ἡ διαλεκτικὴ π. περὶ ὧν ἡ [[φιλοσοφία]] γνωριστικὴ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3, 2, 20· ἡ πειραστικὴ (δηλ. [[τέχνη]], [[ἐπιστήμη]]), ὡς [[κλάδος]] τῆς διαλεκτικῆς, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. Ἐλέγχ. 8, 2., 11, 1, κ. ἀλλ.· οἱ π. διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, [[οἷον]] ὁ Εὐθύφρων, Θεαίτητος, Μένων, Ἴων, Θρασύλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 58 κἑξ., ἴδε Grote’s Platlo 1, σ. 160 κἑξ. | |lstext='''πειραστικός''': -ή, -όν, ὁ ἁρμόζων εἰς δοκιμήν, [[δοκιμαστικός]], ἐστὶ δ’ ἡ διαλεκτικὴ π. περὶ ὧν ἡ [[φιλοσοφία]] γνωριστικὴ Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 3, 2, 20· ἡ πειραστικὴ (δηλ. [[τέχνη]], [[ἐπιστήμη]]), ὡς [[κλάδος]] τῆς διαλεκτικῆς, ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. Ἐλέγχ. 8, 2., 11, 1, κ. ἀλλ.· οἱ π. διάλογοι τοῦ Πλάτωνος, [[οἷον]] ὁ Εὐθύφρων, Θεαίτητος, Μένων, Ἴων, Θρασύλλ. παρὰ Διογ. Λ. 3. 58 κἑξ., ἴδε Grote’s Platlo 1, σ. 160 κἑξ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />propre à éprouver, à tenter, à rechercher ; ἡ πειραστική ([[τέχνη]]) l’art de tâter, de sonder (en dialectique).<br />'''Étymologie:''' [[πειράζω]]. | |||
}} | }} |