3,273,665
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γηράσκω''': Ὄμ., Ἡρόδ., Ἀττ.· μέλλ. γηράσομαι [ᾱ], Κριτίας 7. 5 (καὶ ἐν συνθέτ. ἐγ-, κατα-, συγ-, Θουκ. 6. 18, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1308, Εὐρ. Ἀποσπ. 1044)· ἀλλὰ γηράσω Σιμων. 85. 9, Πλάτ. Πολιτ. 393Ε· ἀόρ ἐγήρᾱσα Ἡρόδ. 7. 114, (κατ-) ὁ αὐτ. 2. 146, Πλάτ. Θεαιτ. 202D (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· πρκμ. γεγήρᾱκα Σοφ. Ο. Κ. 727, Εὐρ. Ἴωνι 1392·- εὕρηται [[ὡσαύτως]] ἐνεστὼς γηράω (Ξεν. Κύρ. 4. 1, 15, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 3, Μένανδρ. Ὑποβ. 2. 14, Μονοστ. 283, 608, Πλούτ. 2. 911Β, πρβλ. καταγηράω)· ἀπαντῶσι δὲ καὶ τινες τύποι ἀορ. β', ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ., γήρημι ἢ γήρᾱμι, [[ἤτοι]] [[ἐγήρα]] Ἰλ. Η. 148, Ρ. 197, Ὀδ. Ξ. 67, (κατ-) Ἡρόδ. 6. 72· ἀπαρ. [[γηράναι]] [ᾰ] Αἰσχύλ. Χο. 908, Σοφ. Ο. Κ. 870 ([[ἔνθα]] τινὲς γράφουσι γηρᾶναι, ὡς εἰ ἐξ ἀορ. α' ἐγήρᾱνα, ἀλλ' ἴδε Ε. Μ. 250. 53, Θωμ. Μ. 192· μετοχ. γηρὰς Ἰλ. Ρ. 197 (πρβλ. [[ἀπογηράσκω]]), δοτ. πληθ. γηράντεσσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 188· (πρβλ. τὰς μετοχ. τοῦ ἀορ. ἀποκλάς, βροντάς, γελάς, ἀντὶ ἀποκλάσας, κτλ.)· [[ἕτερος]] [[σπάνιος]] [[τύπος]] τῆς μετοχῆς [[εἶναι]] γηρείς, ἐντος, Ξενοφάν. (8) ἐν τῷ Ε. Μ. ([[γῆρας]], [[γέρων]]). Γίνομαι [[γέρων]] καὶ [[ἀδύνατος]], καὶ ἐν τῷ ἀορ. καὶ πρκμ. εἶμαι [[τοιοῦτος]], κηρύσσων γήρασκε, εἰσήρχετο εἰς τὸ [[γῆρας]], ἐγίνετο [[γέρων]] ἐν τῇ ἐξασκήσει τοῦ ὑπουργήματος αὑτοῦ ὡς κήρυκος, Ἰλ. Ρ. 325, πρβλ.Β. 663,ΚΤΛ.˙ ἐπὶ πραγμάτων ,[[ὄγχνη]] ἐπ᾿ ὄγχνῃ γ. Ὀδ. Η. 120· [[χρόνος]] γηράσκων Αἰσχύλ. Πρ. 981· [[πάλιν]] γὰρ [[αὖθις]] [[παῖς]] ὁ γ. ἀνὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 434· [[μετὰ]] τὴν δόσιν γ. [[χάρις]] Μένανδ. Μονοστ. 347· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., βίον τοιῦτον [[γηράναι]] Σοφ. Ο. Κ. 870·- [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡσ. παρὰ Πλουτ. 2. 415C. ΙΙ. μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α' ἐγήρᾱσα, ἔφερα εἰς τὸ [[γῆρας]], ἔκαμα νὰ γηράσῃ τις, ἐγήρασάν με τροφῇ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 894· γηράσας [[πόδα]] Ἀνθ. II. 6. 94. | |lstext='''γηράσκω''': Ὄμ., Ἡρόδ., Ἀττ.· μέλλ. γηράσομαι [ᾱ], Κριτίας 7. 5 (καὶ ἐν συνθέτ. ἐγ-, κατα-, συγ-, Θουκ. 6. 18, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1308, Εὐρ. Ἀποσπ. 1044)· ἀλλὰ γηράσω Σιμων. 85. 9, Πλάτ. Πολιτ. 393Ε· ἀόρ ἐγήρᾱσα Ἡρόδ. 7. 114, (κατ-) ὁ αὐτ. 2. 146, Πλάτ. Θεαιτ. 202D (ἴδε κατωτ. ΙΙ)· πρκμ. γεγήρᾱκα Σοφ. Ο. Κ. 727, Εὐρ. Ἴωνι 1392·- εὕρηται [[ὡσαύτως]] ἐνεστὼς γηράω (Ξεν. Κύρ. 4. 1, 15, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 3, Μένανδρ. Ὑποβ. 2. 14, Μονοστ. 283, 608, Πλούτ. 2. 911Β, πρβλ. καταγηράω)· ἀπαντῶσι δὲ καὶ τινες τύποι ἀορ. β', ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ., γήρημι ἢ γήρᾱμι, [[ἤτοι]] [[ἐγήρα]] Ἰλ. Η. 148, Ρ. 197, Ὀδ. Ξ. 67, (κατ-) Ἡρόδ. 6. 72· ἀπαρ. [[γηράναι]] [ᾰ] Αἰσχύλ. Χο. 908, Σοφ. Ο. Κ. 870 ([[ἔνθα]] τινὲς γράφουσι γηρᾶναι, ὡς εἰ ἐξ ἀορ. α' ἐγήρᾱνα, ἀλλ' ἴδε Ε. Μ. 250. 53, Θωμ. Μ. 192· μετοχ. γηρὰς Ἰλ. Ρ. 197 (πρβλ. [[ἀπογηράσκω]]), δοτ. πληθ. γηράντεσσι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 188· (πρβλ. τὰς μετοχ. τοῦ ἀορ. ἀποκλάς, βροντάς, γελάς, ἀντὶ ἀποκλάσας, κτλ.)· [[ἕτερος]] [[σπάνιος]] [[τύπος]] τῆς μετοχῆς [[εἶναι]] γηρείς, ἐντος, Ξενοφάν. (8) ἐν τῷ Ε. Μ. ([[γῆρας]], [[γέρων]]). Γίνομαι [[γέρων]] καὶ [[ἀδύνατος]], καὶ ἐν τῷ ἀορ. καὶ πρκμ. εἶμαι [[τοιοῦτος]], κηρύσσων γήρασκε, εἰσήρχετο εἰς τὸ [[γῆρας]], ἐγίνετο [[γέρων]] ἐν τῇ ἐξασκήσει τοῦ ὑπουργήματος αὑτοῦ ὡς κήρυκος, Ἰλ. Ρ. 325, πρβλ.Β. 663,ΚΤΛ.˙ ἐπὶ πραγμάτων ,[[ὄγχνη]] ἐπ᾿ ὄγχνῃ γ. Ὀδ. Η. 120· [[χρόνος]] γηράσκων Αἰσχύλ. Πρ. 981· [[πάλιν]] γὰρ [[αὖθις]] [[παῖς]] ὁ γ. ἀνὴρ Σοφ. Ἀποσπ. 434· [[μετὰ]] τὴν δόσιν γ. [[χάρις]] Μένανδ. Μονοστ. 347· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτιατ., βίον τοιῦτον [[γηράναι]] Σοφ. Ο. Κ. 870·- [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡσ. παρὰ Πλουτ. 2. 415C. ΙΙ. μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α' ἐγήρᾱσα, ἔφερα εἰς τὸ [[γῆρας]], ἔκαμα νὰ γηράσῃ τις, ἐγήρασάν με τροφῇ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 894· γηράσας [[πόδα]] Ἀνθ. II. 6. 94. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao.2 inf.</i> [[γηράναι]] <i>et part.</i> [[γηράς]];<br />vieillir ; <i>en parl. de fruits</i> mûrir.<br />'''Étymologie:''' [[γῆρας]]. | |||
}} | }} |