Anonymous

ἰνώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰνώδης''': ῑ, -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ἰνῶν, ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος ζῴου, Ξέν. Κυν. 4. 1, Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· ἐπὶ τοῦ αἵματος, τὸ γὰρ [[αἷμα]] τούτων (δηλ. τῶν ταύρων καὶ κάπρων) ἰνωδέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 6· ἐπὶ φυτῶν ἢ λαχάνων, [[φλοιός]], φύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1 καὶ 5.
|lstext='''ἰνώδης''': ῑ, -ες, ([[εἶδος]]) [[πλήρης]] ἰνῶν, ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος ζῴου, Ξέν. Κυν. 4. 1, Ἀριστ. π. τ. Ζ. Ἱστ. 1. 17, 17· ἐπὶ τοῦ αἵματος, τὸ γὰρ [[αἷμα]] τούτων (δηλ. τῶν ταύρων καὶ κάπρων) ἰνωδέστατον ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 6· ἐπὶ φυτῶν ἢ λαχάνων, [[φλοιός]], φύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 1 καὶ 5.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />rempli de fibre, nerveux.<br />'''Étymologie:''' [[ἴς]], -ωδης.
}}
}}