Anonymous

διάλευκος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάλευκος''': -ον, μεμιγμένος [[μετὰ]] λευκοῦ, Ἀριστ. Πρβλ. 23. 6, Στράβων 807, Πλούτ. Ἀλεξ. 51.
|lstext='''διάλευκος''': -ον, μεμιγμένος [[μετὰ]] λευκοῦ, Ἀριστ. Πρβλ. 23. 6, Στράβων 807, Πλούτ. Ἀλεξ. 51.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mêlé de blanc, blanchâtre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λευκός]].
}}
}}