Anonymous

τετανόθριξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετᾰνόθριξ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ τεταμένας τρίχας, ἀντίθετον τῷ [[οὐλόθριξ]], Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Σέξτ. Ἑμπ. π. Μ. 5. 95.
|lstext='''τετᾰνόθριξ''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ τεταμένας τρίχας, ἀντίθετον τῷ [[οὐλόθριξ]], Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Σέξτ. Ἑμπ. π. Μ. 5. 95.
}}
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />aux cheveux longs et plats.<br />'''Étymologie:''' [[τετανός]], [[θρίξ]].
}}
}}