Anonymous

διοχλέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διοχλέω''': ταράττω, ἐνοχλῶ τινα εἰς ὑπερβολήν, τινα Λυσ. 103. 38, Δημ. 446. 24· μεταγεν., τινὶ Πλούτ. Κιμ. 18· - Παθ., Λουκ. Ἐρωτ. 50.
|lstext='''διοχλέω''': ταράττω, ἐνοχλῶ τινα εἰς ὑπερβολήν, τινα Λυσ. 103. 38, Δημ. 446. 24· μεταγεν., τινὶ Πλούτ. Κιμ. 18· - Παθ., Λουκ. Ἐρωτ. 50.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />troubler, causer du trouble à, τινα <i>ou</i> τινι.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ὀχλέω]].
}}
}}