Anonymous

ἐγγλωττοτυπέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_23)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγγλωττοτῠπέω''': κομπορρημονῶ, ἔχω τι ἀεὶ ἐπὶ γλώσσης, ἀπαύστως διηγοῦμαι τὰ ἐμὰ κατορθώματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 782.
|lstext='''ἐγγλωττοτῠπέω''': κομπορρημονῶ, ἔχω τι ἀεὶ ἐπὶ γλώσσης, ἀπαύστως διηγοῦμαι τὰ ἐμὰ κατορθώματα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 782.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire claquer la langue comme pour déguster du bon vin, <i>càd</i> vanter qch, vanter sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[γλῶττα]], [[τύπτω]].
}}
}}