Anonymous

ἀκροατής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀκούων, Λατ. auditor, ἐπὶ προσώπων, οἵτινες ἔρχονται ἵνα ἀκούσωσι δημηγόρον ἀγορεύοντα, Θουκ. 3. 38., Πλάτ., κτλ.: ὁ ἀκροώμενος διδάσκαλόν τινα, [[ὁμιλητής]], [[μαθητής]], Ἀριστ. Πολ. 2. 12. 7· πρβλ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 5. ΙΙ. ὁ ἀναγινώσκων, ὁ [[ἀναγνώστης]], Πλουτ. Θησ. 1, Λύσανδ. 12.
|lstext='''ἀκροᾱτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ἀκούων, Λατ. auditor, ἐπὶ προσώπων, οἵτινες ἔρχονται ἵνα ἀκούσωσι δημηγόρον ἀγορεύοντα, Θουκ. 3. 38., Πλάτ., κτλ.: ὁ ἀκροώμενος διδάσκαλόν τινα, [[ὁμιλητής]], [[μαθητής]], Ἀριστ. Πολ. 2. 12. 7· πρβλ. Ἠθ. Ν. 1. 3, 5. ΙΙ. ὁ ἀναγινώσκων, ὁ [[ἀναγνώστης]], Πλουτ. Θησ. 1, Λύσανδ. 12.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> auditeur ; disciple;<br /><b>2</b> lecteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκροάομαι]].
}}
}}