Anonymous

ἀποφθεγματικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποφθεγματικός''': ἡ, όν, ὁ ὀλίγα καὶ ὀρθὰ λέγων, ὁ εὐφυὴς εἰς τὰς ἐκφράσεις του, ὁ μεταχειριζόμενος ἀποφθέγματα [[ὅταν]] λαλῇ, καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ Λυκοῦργος [[βραχυλόγος]] τις ἔοικε γενέσθαι καὶ ἀποφθεγματικὸς Πλουτ. Λυκ. 19, Βροῦτ. 2, Δημήτρ. Φαληρ. 9.-Ἐπίρρ. -κῶς Εὐστ. 1870. 46.
|lstext='''ἀποφθεγματικός''': ἡ, όν, ὁ ὀλίγα καὶ ὀρθὰ λέγων, ὁ εὐφυὴς εἰς τὰς ἐκφράσεις του, ὁ μεταχειριζόμενος ἀποφθέγματα [[ὅταν]] λαλῇ, καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ Λυκοῦργος [[βραχυλόγος]] τις ἔοικε γενέσθαι καὶ ἀποφθεγματικὸς Πλουτ. Λυκ. 19, Βροῦτ. 2, Δημήτρ. Φαληρ. 9.-Ἐπίρρ. -κῶς Εὐστ. 1870. 46.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui a un sens profond;<br /><b>2</b> qui parle par sentences.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπόφθεγμα]].
}}
}}