3,274,873
edits
(6_15) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄπνευστος''': -ον, ([[πνέω]]) μὴ ἀναπνέων, ἄπν. καὶ [[ἄναυδος]] Ὀδ. Ε. 456, πρβλ. Θεόκρ. 25. 271 ΙΙ. = [[ἀπνεύματος]]. τους ἀπνευστοτάτους τόπους Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 12, 7. - Ἐπίρρ. -στως, = ἀπνευστὶ (ὅ ἴδε) Ψευδοπλούτ. 2. 844F. | |lstext='''ἄπνευστος''': -ον, ([[πνέω]]) μὴ ἀναπνέων, ἄπν. καὶ [[ἄναυδος]] Ὀδ. Ε. 456, πρβλ. Θεόκρ. 25. 271 ΙΙ. = [[ἀπνεύματος]]. τους ἀπνευστοτάτους τόπους Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 12, 7. - Ἐπίρρ. -στως, = ἀπνευστὶ (ὅ ἴδε) Ψευδοπλούτ. 2. 844F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui ne respire pas, sans souffle.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[πνέω]]. | |||
}} | }} |