Anonymous

κλίσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλίσις''': ῐ, εως, ἡ, ([[κλίνω]]) [[κάμψις]], [[λύγισμα]], τοῦ τραχήλου Πλουτ. Πύρρ. 8· ἡ [[ἀπόκλισις]], [[δύσις]] τοῦ ἡλίου, Διον. Π. 1095, πρβλ. 585. ΙΙ. τὸ κατακλίνεσθαι, Εὐρ. Τρῳ. 113· [[τόπος]] ἐν ᾧ τις δύναται νὰ κατακλιθῇ, μαλακὴ κλ. [[ὕπνον]] ἑλέσθαι Ὀππ. Ἁλ. 1. 25. ΙΙΙ. [[στροφή]], ἐπὶ στρατιωτῶν, τὴν κλίσιν ποιεῖσθαι ἐπὶ [[δόρυ]], πρὸς [[δεξιά]], ἐφ’ ἡνίαν (ἢ ἐπ’ ἀσπίδα Αἰν. Τακτ.) πρὸς ἀριστερά, Πολύβ. 3. 115, 10., 10. 23, 1, κτλ.· πρβλ. [[κλίνω]] IV. 2. ΙV. = [[κλῖμα]] ΙΙ, Διον. Π. 615. V. «[[κλίσις]]», ὀνομάτων καὶ ῥημάτων, [[σχηματισμός]], Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 317, κτλ.· οὕτω, τὸ κλιτικὸν [[μέρος]] [[αὐτόθι]] 180.
|lstext='''κλίσις''': ῐ, εως, ἡ, ([[κλίνω]]) [[κάμψις]], [[λύγισμα]], τοῦ τραχήλου Πλουτ. Πύρρ. 8· ἡ [[ἀπόκλισις]], [[δύσις]] τοῦ ἡλίου, Διον. Π. 1095, πρβλ. 585. ΙΙ. τὸ κατακλίνεσθαι, Εὐρ. Τρῳ. 113· [[τόπος]] ἐν ᾧ τις δύναται νὰ κατακλιθῇ, μαλακὴ κλ. [[ὕπνον]] ἑλέσθαι Ὀππ. Ἁλ. 1. 25. ΙΙΙ. [[στροφή]], ἐπὶ στρατιωτῶν, τὴν κλίσιν ποιεῖσθαι ἐπὶ [[δόρυ]], πρὸς [[δεξιά]], ἐφ’ ἡνίαν (ἢ ἐπ’ ἀσπίδα Αἰν. Τακτ.) πρὸς ἀριστερά, Πολύβ. 3. 115, 10., 10. 23, 1, κτλ.· πρβλ. [[κλίνω]] IV. 2. ΙV. = [[κλῖμα]] ΙΙ, Διον. Π. 615. V. «[[κλίσις]]», ὀνομάτων καὶ ῥημάτων, [[σχηματισμός]], Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 317, κτλ.· οὕτω, τὸ κλιτικὸν [[μέρος]] [[αὐτόθι]] 180.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> inclinaison;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> flexion, déclinaison, conjugaison.<br />'''Étymologie:''' R. Κλι, v. [[κλίνω]].
}}
}}