3,274,447
edits
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοιόπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κατάληξιν [[ὁμοιοτέλευτος]], [[γαμητέον]]· ὁμοιόπτωτόν τι τῷ [[δουλευτέον]] Πλουτ. Δημήτρ. 2. 14., 2. 853Β· ἔχων ὁμοίαν πτῶσιν, Ἀπολλών. περὶ Συντ. σ. 124, περὶ Ἀντωνυμ. 67Α. - Ἐπίρρ. [[ὁμοιόπτωτος]], Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 273, 15, Φιλήμ. Λεξ. Τεχν. § 35, σ. 25. | |lstext='''ὁμοιόπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κατάληξιν [[ὁμοιοτέλευτος]], [[γαμητέον]]· ὁμοιόπτωτόν τι τῷ [[δουλευτέον]] Πλουτ. Δημήτρ. 2. 14., 2. 853Β· ἔχων ὁμοίαν πτῶσιν, Ἀπολλών. περὶ Συντ. σ. 124, περὶ Ἀντωνυμ. 67Α. - Ἐπίρρ. [[ὁμοιόπτωτος]], Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 273, 15, Φιλήμ. Λεξ. Τεχν. § 35, σ. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> qui est au même cas.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[πίπτω]]. | |||
}} | }} |