3,274,921
edits
(6_15) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψωνιασμός''': ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, [[ἔνθα]] γράφεται καὶ [[ὀψωνισμός]]. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f. | |lstext='''ὀψωνιασμός''': ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, [[ἔνθα]] γράφεται καὶ [[ὀψωνισμός]]. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> approvisionnement de vivres;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> solde militaire.<br />'''Étymologie:''' [[ὀψωνιάζω]]. | |||
}} | }} |