3,270,629
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποκοττᾰβίζω''': [[ἀπορρίπτω]], [[ἀποτινάσσω]] τὸ λειπόμενον [[πόμα]] τοῦ ποτηρίου εἰς τὴν γῆν ἢ εἰς χαλκῆν λεκάνην [[οὕτως]] [[ὥστε]] πῖπτον ν’ ἀποτελέσῃ ἦχον ὡς ἐποίουν ἐν τῇ παιδιᾷ τοῦ κοττάβου, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· λαβὼν τὸ [[ποτήριον]] ἐξέπιε, καὶ τὸ τελευταῖον ἀποκοτταβίσας τουτί φησιν Ἀλκιβιάδῃ τῷ καλῷ Στοβ. Ἀνθ. 5. 67 μεταφρασθὲν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος reliquum a poculo ejicere· πρβλ. [[κότταβος]] καὶ ἴδε Κωμ. Ἑλλ. (Meineke) 1. 200· «τὸ λειπόμενον [[πόμα]] τοῦ ποτηρίου ἐκχεῖν [[οὕτως]] [[ὥστε]] ψόφον ποιεῖν» Ἐτυμ. Μ. 2) μεταφ. παρὰ μεταγεν., ἐμῶ, ἐξεμῶ, Ἰατρ. (Matthaei) 294. | |lstext='''ἀποκοττᾰβίζω''': [[ἀπορρίπτω]], [[ἀποτινάσσω]] τὸ λειπόμενον [[πόμα]] τοῦ ποτηρίου εἰς τὴν γῆν ἢ εἰς χαλκῆν λεκάνην [[οὕτως]] [[ὥστε]] πῖπτον ν’ ἀποτελέσῃ ἦχον ὡς ἐποίουν ἐν τῇ παιδιᾷ τοῦ κοττάβου, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· λαβὼν τὸ [[ποτήριον]] ἐξέπιε, καὶ τὸ τελευταῖον ἀποκοτταβίσας τουτί φησιν Ἀλκιβιάδῃ τῷ καλῷ Στοβ. Ἀνθ. 5. 67 μεταφρασθὲν ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος reliquum a poculo ejicere· πρβλ. [[κότταβος]] καὶ ἴδε Κωμ. Ἑλλ. (Meineke) 1. 200· «τὸ λειπόμενον [[πόμα]] τοῦ ποτηρίου ἐκχεῖν [[οὕτως]] [[ὥστε]] ψόφον ποιεῖν» Ἐτυμ. Μ. 2) μεταφ. παρὰ μεταγεν., ἐμῶ, ἐξεμῶ, Ἰατρ. (Matthaei) 294. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> jeter le fond d’une coupe à terre <i>ou</i> dans un vase, de manière à faire du bruit comme au jeu du cottabe;<br /><b>2</b> vomir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κοτταβίζω]]. | |||
}} | }} |