Anonymous

ἐξαλαπάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13a)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξᾰλᾰπάζω''': μέλλ. -ξω, [[ἐκπορθέω]], [[κυριεύω]], πόλιν Τροίην ἐϋτείχεον ἐξαλαπάξαι Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], κενῶ πόλιν τινὰ τῶν ἑαυτῆς κατοίκων, [[μεθίστημι]] τοὺς ἐνοικοῦντας εἰς ἕτερον τόπον ἵνα τοποθετήσω ἐν αὐτῇ νέους κατοίκους, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Ὀδ. Δ. 176· [[καθόλου]], [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, νῆας Ἰλ. Ν. 813, [[τεῖχος]] Υ. 30· μεταφ., [[ἀλλά]] με [[νόσος]] ἐξαλάπαξε Θεόκρ. 2. 85. Ἐπικ. λέξ. ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 7. 1, 29.
|lstext='''ἐξᾰλᾰπάζω''': μέλλ. -ξω, [[ἐκπορθέω]], [[κυριεύω]], πόλιν Τροίην ἐϋτείχεον ἐξαλαπάξαι Ἰλ. Α. 129, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]], κενῶ πόλιν τινὰ τῶν ἑαυτῆς κατοίκων, [[μεθίστημι]] τοὺς ἐνοικοῦντας εἰς ἕτερον τόπον ἵνα τοποθετήσω ἐν αὐτῇ νέους κατοίκους, μίαν πόλιν ἐξαλαπάξας Ὀδ. Δ. 176· [[καθόλου]], [[καταστρέφω]] ἐξ ὁλοκλήρου, νῆας Ἰλ. Ν. 813, [[τεῖχος]] Υ. 30· μεταφ., [[ἀλλά]] με [[νόσος]] ἐξαλάπαξε Θεόκρ. 2. 85. Ἐπικ. λέξ. ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Ξεν. ἐν Ἀν. 7. 1, 29.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐξαλαπάξω, <i>part. ao.</i> ἐξαλαπάξας, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> dépeupler;<br /><b>2</b> piller ; détruire : [[τεῖχος]], [[νῆας]] IL un rempart, des vaisseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἀλαπάζω]].
}}
}}