Anonymous

ἀμφιτρής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφιτρής''': ῆτος, ὁ, ἡ (*τράω) = τῷ ἑπομ.: - [[ἀμφιτρής]], [ἐνν. [[πέτρα]]], [[βράχος]] [[διάτρητος]], [[σπήλαιον]] ἔχον δύο εἰσόδους, Εὐρ. Κύκλ. 707· [[ὡσαύτως]] οὐδετ., δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου Σοφ. Φ. 19· πρβλ. Λοβ. Αἴ. 323.
|lstext='''ἀμφιτρής''': ῆτος, ὁ, ἡ (*τράω) = τῷ ἑπομ.: - [[ἀμφιτρής]], [ἐνν. [[πέτρα]]], [[βράχος]] [[διάτρητος]], [[σπήλαιον]] ἔχον δύο εἰσόδους, Εὐρ. Κύκλ. 707· [[ὡσαύτως]] οὐδετ., δι’ ἀμφιτρῆτος αὐλίου Σοφ. Φ. 19· πρβλ. Λοβ. Αἴ. 323.
}}
{{bailly
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />percé des deux côtés.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], τιτραίνω.
}}
}}