Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσκολαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσκολαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ· παρατ. ἐδυσκόλαινον, Πλάτ. Φιλήβ. 26D· - [[δυσχεραίνω]], εἶμαι [[δύστροπος]], δυσηρεστημένος, Ἀριστοφ. Νεφ. 36· ἐπὶ νηπίου, Λυσ. 92. 36· δεικνύω δυσαρέσκειαν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 8· δ. ὡς… Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) προξενῶ δυσκολίαν καὶ ἐνόχλησιν, [[οὔρησις]] δυσκολαίνουσα Ἰππ. 76D.
|lstext='''δυσκολαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ· παρατ. ἐδυσκόλαινον, Πλάτ. Φιλήβ. 26D· - [[δυσχεραίνω]], εἶμαι [[δύστροπος]], δυσηρεστημένος, Ἀριστοφ. Νεφ. 36· ἐπὶ νηπίου, Λυσ. 92. 36· δεικνύω δυσαρέσκειαν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 8· δ. ὡς… Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) προξενῶ δυσκολίαν καὶ ἐνόχλησιν, [[οὔρησις]] δυσκολαίνουσα Ἰππ. 76D.
}}
{{bailly
|btext=être chagrin, mécontent : τινι de qch.<br />'''Étymologie:''' [[δύσκολος]].
}}
}}