3,244,152
edits
(6_13b) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσκολαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ· παρατ. ἐδυσκόλαινον, Πλάτ. Φιλήβ. 26D· - [[δυσχεραίνω]], εἶμαι [[δύστροπος]], δυσηρεστημένος, Ἀριστοφ. Νεφ. 36· ἐπὶ νηπίου, Λυσ. 92. 36· δεικνύω δυσαρέσκειαν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 8· δ. ὡς… Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) προξενῶ δυσκολίαν καὶ ἐνόχλησιν, [[οὔρησις]] δυσκολαίνουσα Ἰππ. 76D. | |lstext='''δυσκολαίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ· παρατ. ἐδυσκόλαινον, Πλάτ. Φιλήβ. 26D· - [[δυσχεραίνω]], εἶμαι [[δύστροπος]], δυσηρεστημένος, Ἀριστοφ. Νεφ. 36· ἐπὶ νηπίου, Λυσ. 92. 36· δεικνύω δυσαρέσκειαν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 8· δ. ὡς… Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) προξενῶ δυσκολίαν καὶ ἐνόχλησιν, [[οὔρησις]] δυσκολαίνουσα Ἰππ. 76D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être chagrin, mécontent : τινι de qch.<br />'''Étymologie:''' [[δύσκολος]]. | |||
}} | }} |