Anonymous

τερπικέραυνος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τερπῐκέραυνος''': -ον, ὁ τερπόμενος ἐπὶ τῷ κεραυνῷ, ἐπίθετον τοῦ Διὸς, Ἰλ. Α. 419, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 52.
|lstext='''τερπῐκέραυνος''': -ον, ὁ τερπόμενος ἐπὶ τῷ κεραυνῷ, ἐπίθετον τοῦ Διὸς, Ἰλ. Α. 419, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 52.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime la foudre, <i>ou mieux</i> qui lance la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[τέρπω]] <i>ou</i> [[τρέπω]], [[κεραυνός]].
}}
}}