Anonymous

τάλαρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τάλᾰρος''': [τᾰ], ὁ, κάλαθος, Λατ. qualus, [[ἀργύρεος]] τ., ἐπὶ καλαθίου περιέχοντος τὴν ἐργασίαν, Ὀδ. Δ. 125· ὑπόκυ?λος [[αὐτόθι]] 131· πλεκτὸς τάλ., κάλαθος πλεκτὸς ἐκ λύγου, ἐν ὧ ἐτίθετο ὁ [[νέος]] [[τυρός]], [[ὅπως]] ἐκρεύσῃ ὁ [[ὀρός]], Ἰλ. Σ. 568, Ὀδ. Ι. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 560, Ἀνθ. Π. 9. 567· καλάθιον πρὸς ἐναπόθεσιν καρπῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 293· καλάθιον ἀνθέων, Μοσχ. 2. 34, 61, Παυσ. κλπ. 2) πλεκτὸν [[κλωβίον]] ὀρνίθων· καὶ μεταφορ., Μουσέων τάλ., τῶν Μουσῶν, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D. (Πιθ. ἐκ τοῦ *[[τλάω]] (ὃ ἴδε), ὁ φέρων ἢ περιέχων τι).
|lstext='''τάλᾰρος''': [τᾰ], ὁ, κάλαθος, Λατ. qualus, [[ἀργύρεος]] τ., ἐπὶ καλαθίου περιέχοντος τὴν ἐργασίαν, Ὀδ. Δ. 125· ὑπόκυ?λος [[αὐτόθι]] 131· πλεκτὸς τάλ., κάλαθος πλεκτὸς ἐκ λύγου, ἐν ὧ ἐτίθετο ὁ [[νέος]] [[τυρός]], [[ὅπως]] ἐκρεύσῃ ὁ [[ὀρός]], Ἰλ. Σ. 568, Ὀδ. Ι. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 560, Ἀνθ. Π. 9. 567· καλάθιον πρὸς ἐναπόθεσιν καρπῶν, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 293· καλάθιον ἀνθέων, Μοσχ. 2. 34, 61, Παυσ. κλπ. 2) πλεκτὸν [[κλωβίον]] ὀρνίθων· καὶ μεταφορ., Μουσέων τάλ., τῶν Μουσῶν, Τίμων παρ’ Ἀθην. 22D. (Πιθ. ἐκ τοῦ *[[τλάω]] (ὃ ἴδε), ὁ φέρων ἢ περιέχων τι).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />objet pour porter, <i>particul.</i> panier tressé :<br /><b>I.</b> corbeille;<br /><b>1</b> corbeille pour la laine, à l’usage des fileuses;<br /><b>2</b> corbeille pour des fruits <i>ou</i> des fleurs;<br /><b>3</b> clayon <i>ou</i> éclisse à fromages;<br /><b>III.</b> cage à poules <i>ou</i> à volatiles en gén.<br />'''Étymologie:''' [[τλῆναι]].
}}
}}