Anonymous

ἀρωματοφόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρωματοφόρος''': -ον, ὁ παράγων ἀρώματα, ἀρωματοφόρων δένδρων Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Στράβ. 39, Πλουτ. Ἀλέξ. 25, Ἠθ. 179E.
|lstext='''ἀρωματοφόρος''': -ον, ὁ παράγων ἀρώματα, ἀρωματοφόρων δένδρων Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 6, 1, Στράβ. 39, Πλουτ. Ἀλέξ. 25, Ἠθ. 179E.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit des aromates.<br />'''Étymologie:''' [[ἄρωμα]], [[φέρω]].
}}
}}