3,276,901
edits
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκστᾰτικός''': ἡ, όν, ἔχων τάσιν πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἀπό τινος, τοῦ λογισμοῦ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 6 καὶ ἀπολ., ἄστατος, ἀντίθετον τῷ ἐμμενετικὸς τῇ δόξῃ [[αὐτόθι]] 7. 8, 5, πρβλ. 7. 2. 7. 2) ὁ ἐκτὸς [[ἑαυτοῦ]] γενόμενος, ὁ ἔξω φρενῶν, ἐκστ. διὰ τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 5· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, ὁ αὐτ. Προβλ. 30. 1, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκστατικῶς ἔχων καὶ δεδοικὼς Πλουτ. Δίων 55. ΙΙ ἐνεργ., ἱκανὸς πρὸς μετατόπισην ἢ μετακίνησιν, τινος Πλούτ. 2. 951D: ὁ προξενῶν ἔκστασιν, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 4. | |lstext='''ἐκστᾰτικός''': ἡ, όν, ἔχων τάσιν πρὸς ἀπομάκρυνσιν ἀπό τινος, τοῦ λογισμοῦ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1. 6 καὶ ἀπολ., ἄστατος, ἀντίθετον τῷ ἐμμενετικὸς τῇ δόξῃ [[αὐτόθι]] 7. 8, 5, πρβλ. 7. 2. 7. 2) ὁ ἐκτὸς [[ἑαυτοῦ]] γενόμενος, ὁ ἔξω φρενῶν, ἐκστ. διὰ τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 4, 5· ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, ὁ αὐτ. Προβλ. 30. 1, 3. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἐκστατικῶς ἔχων καὶ δεδοικὼς Πλουτ. Δίων 55. ΙΙ ἐνεργ., ἱκανὸς πρὸς μετατόπισην ἢ μετακίνησιν, τινος Πλούτ. 2. 951D: ὁ προξενῶν ἔκστασιν, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 9. 13, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> qui fait changer de place, qui dérange de;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui fait sortir de soi ; qui égare l’esprit;<br /><b>II.</b> qui est hors de soi, qui a l’esprit égaré.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξίστημι]]. | |||
}} | }} |