3,273,081
edits
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κέλευσμα''': ἢ [[κέλευμα]], τό, ([[κελεύω]]), [[διαταγή]], [[προσταγή]], [[παραγγελία]], [[παράγγελμα]], [[ἐντολή]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 235, Σοφ. Ἀντ. 1204, κτλ.· [[κλῆσις]], [[πρόσκλησις]], Αἰσχύλ. Χο. 751·- παρὰ πεζοῖς, τὸ ἐν τῇ μάχῃ [[πρόσταγμα]], Ἡρόδ. 4. 141., 7. 16, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 929· [[ὡσαύτως]] ἡ φωνὴ τοῦ κελευστοῦ (ὃ ἴδε), διδόντος τὸ [[πρόσταγμα]] εἰς τοὺς κωπηλατοῦντας, ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος, «ἐκ μιᾶς παραγγέλσεως» Σχολ., ἐν τῷ ἅμα, Θουκ. 2. 92, Διόδ. 3. 15· ἐξ ἑνὸς κελεύματος Σώφρων 51 Ahr.· ἐκ κελεύσματος, κατὰ τὸ [[πρόσταγμα]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 397, Εὐρ. Ι. Τ. 1405· καχάζετ’ ἀπὸ κ. Εὔβουλ. ἐν «Δαμαλ.» 1·- [[ὡσαύτως]] ἡ [[παρακέλευσις]] τοῦ ἡνιόχου πρὸς τοὺς ἵππους, κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Πλάτ. Φαῖδρ. 253D· τοῦ κυνηγοῦ πρὸς τοὺς κύνας, Ξεν. Κυν. 6. 20. (Ὁ [[τύπος]], [[κέλευμα]], φαίνεται ἀρχαιότερος· ὅρα τὸ Μεδ. Ἀντίγραφ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 397, Χο. 751, πρβλ. Λοβ. Αἴ. σ. 323.) | |lstext='''κέλευσμα''': ἢ [[κέλευμα]], τό, ([[κελεύω]]), [[διαταγή]], [[προσταγή]], [[παραγγελία]], [[παράγγελμα]], [[ἐντολή]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 235, Σοφ. Ἀντ. 1204, κτλ.· [[κλῆσις]], [[πρόσκλησις]], Αἰσχύλ. Χο. 751·- παρὰ πεζοῖς, τὸ ἐν τῇ μάχῃ [[πρόσταγμα]], Ἡρόδ. 4. 141., 7. 16, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 929· [[ὡσαύτως]] ἡ φωνὴ τοῦ κελευστοῦ (ὃ ἴδε), διδόντος τὸ [[πρόσταγμα]] εἰς τοὺς κωπηλατοῦντας, ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος, «ἐκ μιᾶς παραγγέλσεως» Σχολ., ἐν τῷ ἅμα, Θουκ. 2. 92, Διόδ. 3. 15· ἐξ ἑνὸς κελεύματος Σώφρων 51 Ahr.· ἐκ κελεύσματος, κατὰ τὸ [[πρόσταγμα]], Αἰσχύλ. Πέρσ. 397, Εὐρ. Ι. Τ. 1405· καχάζετ’ ἀπὸ κ. Εὔβουλ. ἐν «Δαμαλ.» 1·- [[ὡσαύτως]] ἡ [[παρακέλευσις]] τοῦ ἡνιόχου πρὸς τοὺς ἵππους, κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Πλάτ. Φαῖδρ. 253D· τοῦ κυνηγοῦ πρὸς τοὺς κύνας, Ξεν. Κυν. 6. 20. (Ὁ [[τύπος]], [[κέλευμα]], φαίνεται ἀρχαιότερος· ὅρα τὸ Μεδ. Ἀντίγραφ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 397, Χο. 751, πρβλ. Λοβ. Αἴ. σ. 323.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ordre, commandement ; ἀπὸ ἑνὸς κελεύσματος THC tous à un seul commandement, <i>càd</i> tous à la fois ; <i>particul.</i> chant cadencé du chef des rameurs pour régler le mouvement des rames;<br /><b>2</b> appel, cri.<br />'''Étymologie:''' [[κελεύω]]. | |||
}} | }} |