Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραγίγνομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραγίγνομαι''': Ἰων. καὶ παρὰ μεταγεν.· -[[γίνομαι]] [ῑ]: μέλλ. γενήσομαι: ἀόρ. β΄ παρεγενόμην. Παρευρίσκομαι, [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ πράγμ., καί [[σφιν]] παρεγίγνετο δαιτί, παρευρίσκετο εἰς τὸ [[συμπόσιον]] αὐτῶν, παρίστατο, Ὀδ. Ρ. 173· μόνον [[μετὰ]] δοτ. προσ., π. Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ἦτο πλησίον του ὅτε ἠρωτᾶτο, Πλάτ. Πολ. 339Β, πρβλ. Ἀντιφῶντα 143. 23· μόνον [[μετὰ]] δοτικ. πράγματος, π. τῇ μάχῃ, παρευρίσκομαι ἐν., Πλάτ. Χαρμ. 153C τῇ συνουσίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 172C, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 109· [[ὡσαύτως]], π. ἐν τοῖς ἀγῶσι Ἰσοκρ. 243Β· ἐν τοῖς λόγοις, ἐν τῇ συνουσίᾳ Πλάτ. Πρωτ. 337Α, Συμπ. 173Ε· ἀπολ., Ἀντιφῶν 118. 21. 2) παραγίγνομαί τινι, [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[πλευρόν]] τινος, πλησίον τινός, παρίσταμαι, [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, [[ὑποστηρίζω]], Ἡσ. Θ. 429. 432, 436, Ἡρόδ. 3. 32· μάρτυρες τοῖσι θανοῦσι π. Αἰσχύλ. Εὐμ. 319, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 242 ἐπὶ τινα, [[ἐναντίον]] τινός, Θουκ. 2. 95· μάχῃ .. π. τισι, [[ὑποστηρίζω]] ἐν τῇ μάχῃ, ὁ αὐτ. 5. 54, πρβλ. 6. 67. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐπέρχομαι]], [[προσγίγνομαι]], π. τινι, Λατ. contingere alicui, [[ὅθεν]] καί τις [[δύναμις]] παρεγένετο Θουκ. 1. 15, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2· φόβοι παραγιγνόμενοί τινι Ἰσοκρ. 89Α· [[ἀρετὴ]] π. θείᾳ μοίρᾳ Πλάτ. Μένων 99Ε, πρβλ. 86D, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 3· ἐπὶ ἐπιστημονικῆς μαθήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 1, 1· - ἀπροσ., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται εἰδέναι Πλάτ. Μένων 71Α. ΙΙ. [[παρουσιάζομαι]], [[ἔρχομαι]], τινι Θέογν. 139, Ξενοφ. Κύρ. 4. 1, 14, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. εἰς τόπον Ἡρόδ. 1. 185 π. ἐς [[τωὐτό]], καταντῶ εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], ὁ αὐτ. 2. 4, πρβλ. 1. 32· ἐπὶ τὰς ταφὰς Αἰσχίν. 87. 22· - ἀπολ., [[φθάνω]], [[ἔρχομαι]], [[καταφθάνω]], παρεγένοντο αἱ [[νῆες]] Ἡρόδ. 6. 95. 2) [[φθάνω]] εἰς ὡριμότητα, [[ὡριμάζω]], ἐπὶ σίτου, ὁ αὐτ. 1. 193· ἐπὶ τῶν κεράτων τῶν βοῶν, [[λαμβάνω]] τελείαν αὔξησιν, ὁ αὐτ. 4. 29. ΙΙΙ. παραγίνομαι ἀπό, κατάγομαι, «Ἀριστόβουλος Ἀριστοβούλου, ματρὸς δὲ Διαγορίδας τᾶς Κυδία, παραγινόμενος δὲ ἀπὸ Πλατίνας τᾶς Πασία» Ἐπιγρ. Κῶ 495.
|lstext='''παραγίγνομαι''': Ἰων. καὶ παρὰ μεταγεν.· -[[γίνομαι]] [ῑ]: μέλλ. γενήσομαι: ἀόρ. β΄ παρεγενόμην. Παρευρίσκομαι, [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ πράγμ., καί [[σφιν]] παρεγίγνετο δαιτί, παρευρίσκετο εἰς τὸ [[συμπόσιον]] αὐτῶν, παρίστατο, Ὀδ. Ρ. 173· μόνον [[μετὰ]] δοτ. προσ., π. Σοφοκλεῖ ἐρωτωμένῳ, ἦτο πλησίον του ὅτε ἠρωτᾶτο, Πλάτ. Πολ. 339Β, πρβλ. Ἀντιφῶντα 143. 23· μόνον [[μετὰ]] δοτικ. πράγματος, π. τῇ μάχῃ, παρευρίσκομαι ἐν., Πλάτ. Χαρμ. 153C τῇ συνουσίᾳ ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 172C, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 109· [[ὡσαύτως]], π. ἐν τοῖς ἀγῶσι Ἰσοκρ. 243Β· ἐν τοῖς λόγοις, ἐν τῇ συνουσίᾳ Πλάτ. Πρωτ. 337Α, Συμπ. 173Ε· ἀπολ., Ἀντιφῶν 118. 21. 2) παραγίγνομαί τινι, [[ἔρχομαι]] εἰς τὸ [[πλευρόν]] τινος, πλησίον τινός, παρίσταμαι, [[ἔρχομαι]] εἰς βοήθειαν, [[ὑποστηρίζω]], Ἡσ. Θ. 429. 432, 436, Ἡρόδ. 3. 32· μάρτυρες τοῖσι θανοῦσι π. Αἰσχύλ. Εὐμ. 319, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 242 ἐπὶ τινα, [[ἐναντίον]] τινός, Θουκ. 2. 95· μάχῃ .. π. τισι, [[ὑποστηρίζω]] ἐν τῇ μάχῃ, ὁ αὐτ. 5. 54, πρβλ. 6. 67. 3) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐπέρχομαι]], [[προσγίγνομαι]], π. τινι, Λατ. contingere alicui, [[ὅθεν]] καί τις [[δύναμις]] παρεγένετο Θουκ. 1. 15, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 2· φόβοι παραγιγνόμενοί τινι Ἰσοκρ. 89Α· [[ἀρετὴ]] π. θείᾳ μοίρᾳ Πλάτ. Μένων 99Ε, πρβλ. 86D, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 9, 3· ἐπὶ ἐπιστημονικῆς μαθήσεως, ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλ. Ὑστ. 1. 1, 1· - ἀπροσ., σῷ τρόπῳ παραγίγνεται εἰδέναι Πλάτ. Μένων 71Α. ΙΙ. [[παρουσιάζομαι]], [[ἔρχομαι]], τινι Θέογν. 139, Ξενοφ. Κύρ. 4. 1, 14, κτλ.· [[ὡσαύτως]], π. εἰς τόπον Ἡρόδ. 1. 185 π. ἐς [[τωὐτό]], καταντῶ εἰς τὸ αὐτὸ [[σημεῖον]], ὁ αὐτ. 2. 4, πρβλ. 1. 32· ἐπὶ τὰς ταφὰς Αἰσχίν. 87. 22· - ἀπολ., [[φθάνω]], [[ἔρχομαι]], [[καταφθάνω]], παρεγένοντο αἱ [[νῆες]] Ἡρόδ. 6. 95. 2) [[φθάνω]] εἰς ὡριμότητα, [[ὡριμάζω]], ἐπὶ σίτου, ὁ αὐτ. 1. 193· ἐπὶ τῶν κεράτων τῶν βοῶν, [[λαμβάνω]] τελείαν αὔξησιν, ὁ αὐτ. 4. 29. ΙΙΙ. παραγίνομαι ἀπό, κατάγομαι, «Ἀριστόβουλος Ἀριστοβούλου, ματρὸς δὲ Διαγορίδας τᾶς Κυδία, παραγινόμενος δὲ ἀπὸ Πλατίνας τᾶς Πασία» Ἐπιγρ. Κῶ 495.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραγενήσομαι, <i>ao.</i> παρεγενόμην;<br /><b>1</b> être à côté <i>ou</i> auprès de, être présent à, assister à, τινι : πολλοῖσι παρεγενόμην HDT j’ai été témoin de beaucoup de faits (semblables) ; [[καί]] [[σφιν]] παρεγίγνετο δαιτί OD et il était présent à leur repas;<br /><b>2</b> venir en aide, assister, secourir : π. μάχῃ τινί THC qqn dans un combat;<br /><b>3</b> venir se joindre, survenir : παρεγένοντο [[αἱ]] [[νῆες]] HDT les navires survinrent;<br /><b>4</b> <i>avec un sujet de chose</i> survenir, échoir en partage à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[γίγνομαι]].
}}
}}