Anonymous

ἐμπληξία: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπληξία''': ἡ, [[θάμβος]], [[ἔκπληξις]], Λατ. stupor: [[ἐντεῦθεν]], [[ἠλιθιότης]], [[ἀφροσύνη]], [[μωρία]], Αἰσχίν. 84. 30. 2) πολιτείας [[ἐμπληξία]], [[ἄλογος]] ἢ ἐμπαθὴς μεταβολὴ ἢ ἀσταθὴς [[πολιτεία]], μὴ συμφωνοῦσα πρὸς ἑαυτήν, ὁ αὐτ. 50. 10.
|lstext='''ἐμπληξία''': ἡ, [[θάμβος]], [[ἔκπληξις]], Λατ. stupor: [[ἐντεῦθεν]], [[ἠλιθιότης]], [[ἀφροσύνη]], [[μωρία]], Αἰσχίν. 84. 30. 2) πολιτείας [[ἐμπληξία]], [[ἄλογος]] ἢ ἐμπαθὴς μεταβολὴ ἢ ἀσταθὴς [[πολιτεία]], μὴ συμφωνοῦσα πρὸς ἑαυτήν, ὁ αὐτ. 50. 10.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> stupidité ; démence;<br /><b>2</b> instabilité, inconstance.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμπληκτος]].
}}
}}