3,274,819
edits
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπληξία''': ἡ, [[θάμβος]], [[ἔκπληξις]], Λατ. stupor: [[ἐντεῦθεν]], [[ἠλιθιότης]], [[ἀφροσύνη]], [[μωρία]], Αἰσχίν. 84. 30. 2) πολιτείας [[ἐμπληξία]], [[ἄλογος]] ἢ ἐμπαθὴς μεταβολὴ ἢ ἀσταθὴς [[πολιτεία]], μὴ συμφωνοῦσα πρὸς ἑαυτήν, ὁ αὐτ. 50. 10. | |lstext='''ἐμπληξία''': ἡ, [[θάμβος]], [[ἔκπληξις]], Λατ. stupor: [[ἐντεῦθεν]], [[ἠλιθιότης]], [[ἀφροσύνη]], [[μωρία]], Αἰσχίν. 84. 30. 2) πολιτείας [[ἐμπληξία]], [[ἄλογος]] ἢ ἐμπαθὴς μεταβολὴ ἢ ἀσταθὴς [[πολιτεία]], μὴ συμφωνοῦσα πρὸς ἑαυτήν, ὁ αὐτ. 50. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> stupidité ; démence;<br /><b>2</b> instabilité, inconstance.<br />'''Étymologie:''' [[ἔμπληκτος]]. | |||
}} | }} |