3,274,917
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κόραξ''': -ᾰκος, (ὁ, ἴδε ἐν τέλ., [[λέξις]] μεθ’ Ὅμηρον, = Λατ. corvus, περικλείων πιθανῶς τόν τε κόρακα, Corvus corax, καὶ τὴν σαρκοβόρον κορώνην, C. coroné· [[μάλιστα]] οἱ κόρακες παρ’ Ἀράτ. 231, ὡς οἱ corvi ἐν Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 382, [[εἶναι]] προφανῶς κορῶναι καρποφάγοι (C. frugilegus)· ἀλλὰ τὰ κατωτέρω παραδείγματα ἀναφέρονται εἰς πτηνὸν ἐσθίον πτώματα (πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 31)· ἐπὶ σώματος δίκαν [[κόρακος]]… σταθεῖσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1473· κόρακες [[ὥστε]] βωμῶν ἀλέγοντες οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 751· παροιμ. ἐπὶ ἐσχάτης καταστροφῆς καὶ ὀλέθρου, πάντα τάδ’ ἐν κοράκεσσι καὶ ἐν φθόρῳ Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· κόραξι καὶ λύκοις χαρίζεσθαι Λουκ. Τίμ. 8· [[ὅθεν]] ἐπὶ καταρῶν, ἐς κόρακας (οὐχὶ ὀρθὸν: εἰς κ.) ‘abi in malam rem’, ‘pasce corvos’, «’ςτὸν κόρακα», Ἀριστοφ. Σφ. 852, 982, βάλλ’ ἐς κόρακας ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 133· ἀπόφερ’ ἐς κόρακας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1221· οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; [[αὐτόθι]] 500· ἔρρ’ ἐς κόρακας Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖς» 4· πλείτω ἐς κόρακας Εὔπολ. (;) ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 577· οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ; Ἀριστοφ. Νεφ. 789· ἐς κόρακας οἰχήσεται ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 51· ἐξελαύνειν τινὰ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 123· ἐς κόρακας ἔρρειν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 1. 4. (Αἱ φράσεις αὗται ἐγένοντο οὐχὶ ἐκ τῆς συνηθείας τοῦ νὰ καταλείπωνται τὰ πτώματα τῶν κακούργων ἐπὶ τοῦ ἰκριώματος, ἀλλ’ [[ἁπλῶς]] ἐκ τοῦ ὅτι κατελείποντο ἄταφα, [[ὅπερ]] ἐνομίζετο μεγίστη [[ἀτιμία]] παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, πρβλ. Ἰλ. Α. 4, κτλ.). ― Ἡ φωνὴ τοῦ [[κόρακος]] ἐδείκνυε κακοκαιρίαν κατὰ τοὺς ἀρχαίους, «[[κόραξ]] ἐπιτρόχως φθεγγόμενος καὶ κρούων τὰς πτέρυγας... ὅτι χειμὼν ἔσται κατέγνω», Ἀριστ. παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 7. 7, Θεόφρ. π. Σημ. 1. 16, Πλούτ. 2. 129Α· ― λευκὸς κ., παροιμ. ἐπὶ ἀνηκούστου πράγματος, Ἀνθ. Π. 11. 417, Ἀθήν. 359Ε· ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀριστοτ. μνημονεύει λευκοὺς κόρακας, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 12, 1. 2) ἔνυδρον πτηνὸν μέγα ὡς ὁ [[πελαργός]], ἀλλὰ [[μετὰ]] βραχυτέρων ποδῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15· πιθ. ὁ pelecanus Graculus ἢ pel. carbo (ἂν καὶ ὁ Ἀριστ. ἐνόμιζεν ὅτι ἔκτιζε τὴν φωλεάν του ἐπὶ δένδρων). 3) ὁ ἀστερισμὸς [[κόραξ]], corvus, Ἄρατ. 448. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἀγκιστροειδὲς ἢ ὀξὺ ὡς τὸ [[ῥάμφος]] τοῦ [[κόρακος]], πρβλ. [[κορώνη]] ΙΙ, 1) μηχάνημά τι, δι’ οὗ συνηρπάζοντο τὰ πλοῖα, περιγραφόμενον διὰ μακρῶν ὑπὸ Πολυβ. 1. 22, πρβλ. Μοσχίωνα παρ’ Ἀθην. 208D· ἐν χρήσει κατὰ τὰς πολιορκίας, Διόδ. 17. 44. 2) ἀγκιστροειδὲς [[ῥόπτρον]] ἢ [[λύκος]] θύρας, ὡς τὸ [[κορώνη]], Ποσείδιππ. ἐν «Γαλάτῃ» 1, Ἀνθ. Π. 11. 203. 3) βασανιστήριόν τι [[ὄργανον]], ὡς ὁ [[κύφων]], Λουκ. Νεκυομ. 11. 4) τὸ [[ῥάμφος]] ἀλέκτορος, Ἡσύχ. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος (πρβλ. [[κορακῖνος]]), Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 356Α. (Πρβλ. κορώνη· Λατ. cor-vus, cor-nix· Σλαυ. (Πολων.) kruk· Ἀρχ. Σκανδιναυ. hra-fn· Ἀγγλο-Σαξον. hrœ-fn, Ἀρχ. Γερμ. hru-oh, hra-ban ([[κόραξ]]). Τὴν ῥίζαν δυνάμεθα νὰ ἀνεύρωμεν ἐν ταῖς ὀνοματοπ. λέξεσι [[κράζω]], [[κρώζω]], Ἀγγλ. croak, κτλ. ― Ἡ αὐτὴ [[ῥίζα]] [[συχνάκις]] ἀναφαίνεται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ κυρτοῦ, πρβλ. [[κορώνη]] ΙΙ, κορωνίς, κορωνός, Λατ. cur-vus, κτλ.) | |lstext='''κόραξ''': -ᾰκος, (ὁ, ἴδε ἐν τέλ., [[λέξις]] μεθ’ Ὅμηρον, = Λατ. corvus, περικλείων πιθανῶς τόν τε κόρακα, Corvus corax, καὶ τὴν σαρκοβόρον κορώνην, C. coroné· [[μάλιστα]] οἱ κόρακες παρ’ Ἀράτ. 231, ὡς οἱ corvi ἐν Οὐεργιλ. Γεωργ. 1. 382, [[εἶναι]] προφανῶς κορῶναι καρποφάγοι (C. frugilegus)· ἀλλὰ τὰ κατωτέρω παραδείγματα ἀναφέρονται εἰς πτηνὸν ἐσθίον πτώματα (πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 31)· ἐπὶ σώματος δίκαν [[κόρακος]]… σταθεῖσα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1473· κόρακες [[ὥστε]] βωμῶν ἀλέγοντες οὐδὲν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 751· παροιμ. ἐπὶ ἐσχάτης καταστροφῆς καὶ ὀλέθρου, πάντα τάδ’ ἐν κοράκεσσι καὶ ἐν φθόρῳ Θέογν. ἔνθ’ ἀνωτ.· κόραξι καὶ λύκοις χαρίζεσθαι Λουκ. Τίμ. 8· [[ὅθεν]] ἐπὶ καταρῶν, ἐς κόρακας (οὐχὶ ὀρθὸν: εἰς κ.) ‘abi in malam rem’, ‘pasce corvos’, «’ςτὸν κόρακα», Ἀριστοφ. Σφ. 852, 982, βάλλ’ ἐς κόρακας ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 133· ἀπόφερ’ ἐς κόρακας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1221· οὐκ ἐς κόρακας ἐρρήσετε; [[αὐτόθι]] 500· ἔρρ’ ἐς κόρακας Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖς» 4· πλείτω ἐς κόρακας Εὔπολ. (;) ἐν Κωμ. Ἀποσπ. 2. σ. 577· οὐκ ἐς κόρακας ἀποφθερεῖ; Ἀριστοφ. Νεφ. 789· ἐς κόρακας οἰχήσεται ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 51· ἐξελαύνειν τινὰ ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 123· ἐς κόρακας ἔρρειν ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἄλεξ. ἐν «Ἱππεῖ» 1. 4. (Αἱ φράσεις αὗται ἐγένοντο οὐχὶ ἐκ τῆς συνηθείας τοῦ νὰ καταλείπωνται τὰ πτώματα τῶν κακούργων ἐπὶ τοῦ ἰκριώματος, ἀλλ’ [[ἁπλῶς]] ἐκ τοῦ ὅτι κατελείποντο ἄταφα, [[ὅπερ]] ἐνομίζετο μεγίστη [[ἀτιμία]] παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, πρβλ. Ἰλ. Α. 4, κτλ.). ― Ἡ φωνὴ τοῦ [[κόρακος]] ἐδείκνυε κακοκαιρίαν κατὰ τοὺς ἀρχαίους, «[[κόραξ]] ἐπιτρόχως φθεγγόμενος καὶ κρούων τὰς πτέρυγας... ὅτι χειμὼν ἔσται κατέγνω», Ἀριστ. παρὰ τῷ Αἰλ. π. Ζ. 7. 7, Θεόφρ. π. Σημ. 1. 16, Πλούτ. 2. 129Α· ― λευκὸς κ., παροιμ. ἐπὶ ἀνηκούστου πράγματος, Ἀνθ. Π. 11. 417, Ἀθήν. 359Ε· ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀριστοτ. μνημονεύει λευκοὺς κόρακας, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 12, 1. 2) ἔνυδρον πτηνὸν μέγα ὡς ὁ [[πελαργός]], ἀλλὰ [[μετὰ]] βραχυτέρων ποδῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15· πιθ. ὁ pelecanus Graculus ἢ pel. carbo (ἂν καὶ ὁ Ἀριστ. ἐνόμιζεν ὅτι ἔκτιζε τὴν φωλεάν του ἐπὶ δένδρων). 3) ὁ ἀστερισμὸς [[κόραξ]], corvus, Ἄρατ. 448. ΙΙ. πᾶν [[πρᾶγμα]] ἀγκιστροειδὲς ἢ ὀξὺ ὡς τὸ [[ῥάμφος]] τοῦ [[κόρακος]], πρβλ. [[κορώνη]] ΙΙ, 1) μηχάνημά τι, δι’ οὗ συνηρπάζοντο τὰ πλοῖα, περιγραφόμενον διὰ μακρῶν ὑπὸ Πολυβ. 1. 22, πρβλ. Μοσχίωνα παρ’ Ἀθην. 208D· ἐν χρήσει κατὰ τὰς πολιορκίας, Διόδ. 17. 44. 2) ἀγκιστροειδὲς [[ῥόπτρον]] ἢ [[λύκος]] θύρας, ὡς τὸ [[κορώνη]], Ποσείδιππ. ἐν «Γαλάτῃ» 1, Ἀνθ. Π. 11. 203. 3) βασανιστήριόν τι [[ὄργανον]], ὡς ὁ [[κύφων]], Λουκ. Νεκυομ. 11. 4) τὸ [[ῥάμφος]] ἀλέκτορος, Ἡσύχ. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἰχθύος (πρβλ. [[κορακῖνος]]), Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 356Α. (Πρβλ. κορώνη· Λατ. cor-vus, cor-nix· Σλαυ. (Πολων.) kruk· Ἀρχ. Σκανδιναυ. hra-fn· Ἀγγλο-Σαξον. hrœ-fn, Ἀρχ. Γερμ. hru-oh, hra-ban ([[κόραξ]]). Τὴν ῥίζαν δυνάμεθα νὰ ἀνεύρωμεν ἐν ταῖς ὀνοματοπ. λέξεσι [[κράζω]], [[κρώζω]], Ἀγγλ. croak, κτλ. ― Ἡ αὐτὴ [[ῥίζα]] [[συχνάκις]] ἀναφαίνεται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ κυρτοῦ, πρβλ. [[κορώνη]] ΙΙ, κορωνίς, κορωνός, Λατ. cur-vus, κτλ.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ακος (ὁ) :<br /><b>1</b> corbeau, <i>oiseau</i> : [[ἐς]] κόρακας βάλλειν, <i>ou abs.</i> [[ἐς]] κόρακας, <i>postér.</i> [[εἰς]] κόρακας, jeter aux corbeaux, formule d’imprécation, l’abandon d’un corps livré en pâture aux corbeaux étant pour les Grecs le suprême déshonneur;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> n. de divers objets recourbés comme le bec du corbeau, <i>particul.</i> instrument de torture, machine de guerre, croc, <i>etc.</i><br />'''Étymologie:''' R. καρ, crier ; cf. <i>lat.</i> corvus -- DELG onomatopée. | |||
}} | }} |