Anonymous

γυιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_1)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γυιόω''': ([[γυιός]]), [[κάμνω]] τινὰ χωλόν, γυιώσω ὑφ᾿ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους Ἰλ. Θ. 402, πρβλ. 416· οὕτω, γυιωθείς, χωλὸς γενόμενος, χωλωθείς, Ἡσ. Θ. 858, πρβλ. Ἱππ. Ἄρθρ. 819· - ἐξασθενῶ, ἐλαττώνω, σμικρύνω, Ἱππ. Ὀξ. 394, κτλ.
|lstext='''γυιόω''': ([[γυιός]]), [[κάμνω]] τινὰ χωλόν, γυιώσω ὑφ᾿ ἅρμασιν ὠκέας ἵππους Ἰλ. Θ. 402, πρβλ. 416· οὕτω, γυιωθείς, χωλὸς γενόμενος, χωλωθείς, Ἡσ. Θ. 858, πρβλ. Ἱππ. Ἄρθρ. 819· - ἐξασθενῶ, ἐλαττώνω, σμικρύνω, Ἱππ. Ὀξ. 394, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> γυιώσω;<br />rendre boiteux, estropier.<br />'''Étymologie:''' [[γυιός]].
}}
}}