Anonymous

χαμερπής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμερπής''': -ές, γεν. έος, ὁ [[χαμαὶ]] ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι [[νήπιος]] εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «[[χαμερπής]]· [[γεωργός]], ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται [[ταῦτα]] ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C.
|lstext='''χᾰμερπής''': -ές, γεν. έος, ὁ [[χαμαὶ]] ἕρπων, Ἀνθ. Π. παράρτ. 39 εἰ ἔτι [[νήπιος]] εἶ καὶ χαμερπὴς τὴν διάνοιαν Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 451Α, κλπ. - Καθ. Ἡσύχ.: «[[χαμερπής]]· [[γεωργός]], ὁ ἐν τῇ γῇ κοιμώμενος». Ἐπίρρ. -πῶς, «ἐξηγοῦνται [[ταῦτα]] ταπεινῶς καὶ χαμερπῶς» Ἰουστῖν. Μάρτ. 339C.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui se traîne à terre, rampant.<br />'''Étymologie:''' [[χαμαί]], [[ἕρπω]].
}}
}}