Anonymous

ἀσύμφυλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσύμφῡλος''': -ον, ὁ μὴ [[σύμφυλος]], [[ξένος]], [[ἀνόμοιος]], Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ., Πλούτ. 2. 709Β, κτλ. - Ἐπίρρ. -λως Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 643.
|lstext='''ἀσύμφῡλος''': -ον, ὁ μὴ [[σύμφυλος]], [[ξένος]], [[ἀνόμοιος]], Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ., Πλούτ. 2. 709Β, κτλ. - Ἐπίρρ. -λως Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 643.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non de la même tribu <i>ou</i> de la même famille, étranger;<br /><b>2</b> incompatible.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σύμφυλος]].
}}
}}