Anonymous

πολύχορδος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_17)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύχορδος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς χορδάς, βάρβιτον Θεόκρ. 16. 45· ὁ παράγων πολλὰς φωνάς, ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Σιμωνίδ. 56, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 399C ([[ἔνθα]] -ότατον), [[Πολυδ]]. Δ΄, 67· [[ὡσαύτως]] π. ᾠδαὶ Εὐρ. Μήδ. 196· π. [[γῆρυς]], ὁ [[ἦχος]] πολλῶν χορδῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 548· ― μεταφορ., [[δημοκρατία]] Πλούτ. 2. 827Β.
|lstext='''πολύχορδος''': -ον, ὁ ἔχων πολλὰς χορδάς, βάρβιτον Θεόκρ. 16. 45· ὁ παράγων πολλὰς φωνάς, ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Σιμωνίδ. 56, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 399C ([[ἔνθα]] -ότατον), [[Πολυδ]]. Δ΄, 67· [[ὡσαύτως]] π. ᾠδαὶ Εὐρ. Μήδ. 196· π. [[γῆρυς]], ὁ [[ἦχος]] πολλῶν χορδῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 548· ― μεταφορ., [[δημοκρατία]] Πλούτ. 2. 827Β.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup de cordes ; qui a un grand nombre de sons (flûte, <i>etc.</i>);<br /><i>Cp.</i> πολυχορδότερος, <i>Sp.</i> πολυχορδότατος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χορδή]].
}}
}}