Anonymous

παρακατέχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρακατέχω''': κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[κατέχω]], Θουκ. 8. 93, Πολύβ. 1. 66, 5, κτλ.· τὴν ὁρμήν τινος, τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. 5. 67, 11, κλ.· π. τὰς ὠδῖνας, [[ἀνακόπτω]], [[ἐμποδίζω]], Διόδ. 4. 9· π. τὰ [[ὑγρά]], παρακωλύω, [[παρεμποδίζω]] τὴν κυκλοφορίαν αὐτῶν, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 64F.
|lstext='''παρακατέχω''': κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], [[κατέχω]], Θουκ. 8. 93, Πολύβ. 1. 66, 5, κτλ.· τὴν ὁρμήν τινος, τὸν θυμὸν ὁ αὐτ. 5. 67, 11, κλ.· π. τὰς ὠδῖνας, [[ἀνακόπτω]], [[ἐμποδίζω]], Διόδ. 4. 9· π. τὰ [[ὑγρά]], παρακωλύω, [[παρεμποδίζω]] τὴν κυκλοφορίαν αὐτῶν, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 64F.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παρακαθέξω, <i>ao.2</i> παρακατέσχον, <i>etc.</i><br />retenir, arrêter.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κατέχω]].
}}
}}