3,277,172
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σίλφιον''': τό, Λατιν. laserpitium, [[φυτόν]] τι, οὗ τὸν ὀπὸν μετεχειρίζοντο εἰς τροφὴν καὶ φαρμακοποιίαν, Σόλων 38, Ἡρόδ. 4. 169· ὀπὸς σ. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ὀπὸς καὶ καυλὸς [[αὐτόθι]] 389, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 945· [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ. ὡς [[πρᾶγμα]] ἐδώδιμον, [[μάλιστα]] συμφυρόμενον [[μετὰ]] τυροῦ, Ὄρν. 534, 1579· ἔχον δὲ ἰσχυρὰν ὀσμήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 895 κἑξ. ― Ἐφύετο ἀφθόνως περὶ τὴν Κυρήνην καὶ ἀπετέλει [[ἐμπόριον]] ἐξαγωγῆς (πρβλ. [[καυλός]]). ἰδε Rawlinson εἰς Ἡρόδ. 4. 69· [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[παροιμία]], τὸ Βάττου [[σίλφιον]], ἐπὶ σπανίων καὶ πολυτίμων πραγμάτων, Ἀριστοφ. Πλ. 925, Ἀριστ. Ἀποσπ. 485. ― Ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῷ ὀνόματι τὸ [[σίλφιον]] σχεδὸν ἐπὶ τῆς σημασίας: ἡ τοῦ σιλφίου [[χώρα]], 4. 192. ― Ἐνίοτε σιλφίον ἐκαλεῖτο καὶ ἡ [[ῥίζα]] τοῦ φυτοῦ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[στέλεχος]] ([[καυλός]])· τὸ [[σπέρμα]] ([[μαγύδαρις]]), καὶ τὸ [[φύλλον]] ([[μάσπετον]]), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, πρβλ. Ἀντιφ. ἐν «Δυσέρ.» 1, Ἄλεξ. εν «Λεβ.» 2. 5, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 67.― Ὁ Bentl. (Correspondence, Letters 235, παρὰ τῷ Gaisf. εἰς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.) νομίζει ὅτι [[εἶναι]] ἡ assafoetida, ἣν [[εἰσέτι]] [[μετὰ]] πολλῆς εὐχαριστήσεως ἐσθίουσιν ἐν τῇ Ἀνατολῇ· ἤδη δὲ νομίζεται ὅτι τὸ Περσικὸν [[εἶδος]], [[ὅπερ]] παρῆγε τὸν ὀπὸν Μηδικόν, ἦτο ἡ assafoetida, τὸ δὲ Ἀφρικανικὸν [[εἶδος]], [[ὅπερ]] παρῆγε τὸν ὀπὸν Κυρηναϊκόν, ἦτο (κατὰ τὸν Della Cella) ἡ Ferula lingitana, ἢ (κατὰ τὸν Sprengel) ἡ Thapsia gummifera, ἴδε Bähr εἰς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε [[ὡσαύτως]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σίλφιον]]· ξηρόν. οἱ δὲ νεκρόν». | |lstext='''σίλφιον''': τό, Λατιν. laserpitium, [[φυτόν]] τι, οὗ τὸν ὀπὸν μετεχειρίζοντο εἰς τροφὴν καὶ φαρμακοποιίαν, Σόλων 38, Ἡρόδ. 4. 169· ὀπὸς σ. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387· ὀπὸς καὶ καυλὸς [[αὐτόθι]] 389, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 945· [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ. ὡς [[πρᾶγμα]] ἐδώδιμον, [[μάλιστα]] συμφυρόμενον [[μετὰ]] τυροῦ, Ὄρν. 534, 1579· ἔχον δὲ ἰσχυρὰν ὀσμήν, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 895 κἑξ. ― Ἐφύετο ἀφθόνως περὶ τὴν Κυρήνην καὶ ἀπετέλει [[ἐμπόριον]] ἐξαγωγῆς (πρβλ. [[καυλός]]). ἰδε Rawlinson εἰς Ἡρόδ. 4. 69· [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[παροιμία]], τὸ Βάττου [[σίλφιον]], ἐπὶ σπανίων καὶ πολυτίμων πραγμάτων, Ἀριστοφ. Πλ. 925, Ἀριστ. Ἀποσπ. 485. ― Ὁ Ἡρόδ. χρῆται τῷ ὀνόματι τὸ [[σίλφιον]] σχεδὸν ἐπὶ τῆς σημασίας: ἡ τοῦ σιλφίου [[χώρα]], 4. 192. ― Ἐνίοτε σιλφίον ἐκαλεῖτο καὶ ἡ [[ῥίζα]] τοῦ φυτοῦ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[στέλεχος]] ([[καυλός]])· τὸ [[σπέρμα]] ([[μαγύδαρις]]), καὶ τὸ [[φύλλον]] ([[μάσπετον]]), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3, πρβλ. Ἀντιφ. ἐν «Δυσέρ.» 1, Ἄλεξ. εν «Λεβ.» 2. 5, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 67.― Ὁ Bentl. (Correspondence, Letters 235, παρὰ τῷ Gaisf. εἰς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.) νομίζει ὅτι [[εἶναι]] ἡ assafoetida, ἣν [[εἰσέτι]] [[μετὰ]] πολλῆς εὐχαριστήσεως ἐσθίουσιν ἐν τῇ Ἀνατολῇ· ἤδη δὲ νομίζεται ὅτι τὸ Περσικὸν [[εἶδος]], [[ὅπερ]] παρῆγε τὸν ὀπὸν Μηδικόν, ἦτο ἡ assafoetida, τὸ δὲ Ἀφρικανικὸν [[εἶδος]], [[ὅπερ]] παρῆγε τὸν ὀπὸν Κυρηναϊκόν, ἦτο (κατὰ τὸν Della Cella) ἡ Ferula lingitana, ἢ (κατὰ τὸν Sprengel) ἡ Thapsia gummifera, ἴδε Bähr εἰς Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε [[ὡσαύτως]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σίλφιον]]· ξηρόν. οἱ δὲ νεκρόν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />silphium, <i>plante ombellifère dont le suc était employé comme condiment et comme remède</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> laserpitium. | |||
}} | }} |