Anonymous

σχίζα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_23)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχίζα''': Ἰων. σχίζη, ης, ἡ, ([[σχίζω]]) [[τεμάχιον]] ἐσχισμένου ξύλου, κοινῶς «σκίζα» ὡς τὸ [[σχίδαξ]]. Λατ. cindula, σχίζῃ δρυὸς Ὀδ. Ξ. 425, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1032· ἐν τῷ πληθ., ξύλα ἐσχισμένα εἰς μικρὰ τεμάχια, [[μάλιστα]] καυσόξυλα. καῖε δ’ ἐπὶ σχίζῃς [τοὺς μηροὺς] Ἰλ. Α. 462, Ὀδ. Γ. 459· τὰ μέν... σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον Ἰλ. Β 425. 2) [[βέλος]] Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Κ΄, 20 κἑξ.), πρβλ. Ἀνθολ. Π. 6. 282 [[δόρυ]], Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Ι΄, 80)· οὕτω σχίζαι εἰς βέλη καταπαλτῶν Böckh Urkunden σ. 446. ΙΙ. [[σχίσμα]], [[διάσχισις]], [[διαχωρισμός]], ὁδῶν Συνέσ. 91C.
|lstext='''σχίζα''': Ἰων. σχίζη, ης, ἡ, ([[σχίζω]]) [[τεμάχιον]] ἐσχισμένου ξύλου, κοινῶς «σκίζα» ὡς τὸ [[σχίδαξ]]. Λατ. cindula, σχίζῃ δρυὸς Ὀδ. Ξ. 425, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1032· ἐν τῷ πληθ., ξύλα ἐσχισμένα εἰς μικρὰ τεμάχια, [[μάλιστα]] καυσόξυλα. καῖε δ’ ἐπὶ σχίζῃς [τοὺς μηροὺς] Ἰλ. Α. 462, Ὀδ. Γ. 459· τὰ μέν... σχίζῃσιν ἀφύλλοισιν κατέκαιον Ἰλ. Β 425. 2) [[βέλος]] Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Κ΄, 20 κἑξ.), πρβλ. Ἀνθολ. Π. 6. 282 [[δόρυ]], Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. Ι΄, 80)· οὕτω σχίζαι εἰς βέλη καταπαλτῶν Böckh Urkunden σ. 446. ΙΙ. [[σχίσμα]], [[διάσχισις]], [[διαχωρισμός]], ὁδῶν Συνέσ. 91C.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />éclat de bois, copeau.<br />'''Étymologie:''' [[σχίζω]].
}}
}}