Anonymous

εὖχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_6)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὖχος''': -εος, τό, ([[εὔχομαι]]) ποιητ. [[λέξις]]: II. [[ὅπερ]] εὔχεταί τις νὰ ἔχῃ, ἰδίως πολεμικὴ [[δόξα]], [[καθόλου]], πᾶν τὸ περιποιοῦν τινι δόξαν καὶ φήμην, ἐμοὶ δὲ μέγ’ [[εὖχος]] ἔδωκας Ἰλ. Ε. 285· εἴδομεν ὁπποτέρῳ κεν [[Ὀλύμπιος]] [[εὖχος]] ὀρέξῃ Χ. 130· πόρῃ δε μοι [[εὖχος]] [[Ἀπόλλων]] Ὀδ. Χ. 7· ἀλλ’, ὦ ξένοι, ἕν γέ μοι [[εὖχος]] ὀρέξατε, κάμετέ μοι [[τοὐλάχιστον]] μίαν [[χάριν]], Σοφ. Φιλ. 1202· ἀγλαὸν [[εὖχος]] ἀρέσθαι, «[[καύχημα]] λαμπρὸν ἀνενέγκασθαι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 203· [[ἑλεῖν]] Τυρταῖ. 9. 36, Πινδ Π. 5. 26· Τεῦκρον Τελαμώνιον [[εὖχος]] ἀπηύρα, ἀφήρει ἀπ’ [[αὐτοῦ]] τὸ [[καύχημα]], Ἰλ. Ο. 462· μέλεον δὲ οἱ [[εὖχος]] ἔδωκας; «ἄμοχθον δὲ καὶ ἄλυπον [[καύχημα]] αὐτῷ ἐπέδωκας;» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 473, καὶ συχνὸν παρὰ Πινδ., ὡς Ο. 10 (11). 75· ἐπὶ προσώπων, Ἀνάκρεον, [[εὖχος]] Ἰώνων Ἀνθ. Π. 7. 27. II. βραδύτερον, [[εὐχή]], [[ἀφιέρωμα]], «τάξιμον», Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 43. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[εὖχος]]· [[βούλησις]], [[νίκη]]».
|lstext='''εὖχος''': -εος, τό, ([[εὔχομαι]]) ποιητ. [[λέξις]]: II. [[ὅπερ]] εὔχεταί τις νὰ ἔχῃ, ἰδίως πολεμικὴ [[δόξα]], [[καθόλου]], πᾶν τὸ περιποιοῦν τινι δόξαν καὶ φήμην, ἐμοὶ δὲ μέγ’ [[εὖχος]] ἔδωκας Ἰλ. Ε. 285· εἴδομεν ὁπποτέρῳ κεν [[Ὀλύμπιος]] [[εὖχος]] ὀρέξῃ Χ. 130· πόρῃ δε μοι [[εὖχος]] [[Ἀπόλλων]] Ὀδ. Χ. 7· ἀλλ’, ὦ ξένοι, ἕν γέ μοι [[εὖχος]] ὀρέξατε, κάμετέ μοι [[τοὐλάχιστον]] μίαν [[χάριν]], Σοφ. Φιλ. 1202· ἀγλαὸν [[εὖχος]] ἀρέσθαι, «[[καύχημα]] λαμπρὸν ἀνενέγκασθαι» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Η. 203· [[ἑλεῖν]] Τυρταῖ. 9. 36, Πινδ Π. 5. 26· Τεῦκρον Τελαμώνιον [[εὖχος]] ἀπηύρα, ἀφήρει ἀπ’ [[αὐτοῦ]] τὸ [[καύχημα]], Ἰλ. Ο. 462· μέλεον δὲ οἱ [[εὖχος]] ἔδωκας; «ἄμοχθον δὲ καὶ ἄλυπον [[καύχημα]] αὐτῷ ἐπέδωκας;» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 473, καὶ συχνὸν παρὰ Πινδ., ὡς Ο. 10 (11). 75· ἐπὶ προσώπων, Ἀνάκρεον, [[εὖχος]] Ἰώνων Ἀνθ. Π. 7. 27. II. βραδύτερον, [[εὐχή]], [[ἀφιέρωμα]], «τάξιμον», Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 43. - Καθ’ Ἡσύχ. «[[εὖχος]]· [[βούλησις]], [[νίκη]]».
}}
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom. et acc. sg.</i><br /><b>1</b> sujet d’orgueil, gloire;<br /><b>2</b> objet d’un vœu, d’un désir.<br />'''Étymologie:''' cf. [[εὔχομαι]].
}}
}}