Anonymous

πετρηρεφής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πετρηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) ἐστεγασμένος ὑπὸ βράχου, ἔχων βραχώδη θόλον, [[ἄντρον]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 300, Εὐρ. Κύκλ. 82.
|lstext='''πετρηρεφής''': -ές, ([[ἐρέφω]]) ἐστεγασμένος ὑπὸ βράχου, ἔχων βραχώδη θόλον, [[ἄντρον]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 300, Εὐρ. Κύκλ. 82.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />couvert d’une voûte de rochers.<br />'''Étymologie:''' [[πέτρα]], [[ἐρέφω]].
}}
}}