Anonymous

κυαμεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κυᾰμεύω''': ([[κύαμος]]) [[ἐκλέγω]] διὰ κλήρου (οὐχὶ διὰ ψήφου), τοὺς ἄρχοντας κυαμεύειν Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 13˙ κυαμεῦσαι 73b. 12 (προσθῆκ.), 73c. Β. 19 (σ. 894)˙ ― Παθ., ἐκλέγομαι διὰ κλήρου, Δημ. 747. 3.
|lstext='''κυᾰμεύω''': ([[κύαμος]]) [[ἐκλέγω]] διὰ κλήρου (οὐχὶ διὰ ψήφου), τοὺς ἄρχοντας κυαμεύειν Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 13˙ κυαμεῦσαι 73b. 12 (προσθῆκ.), 73c. Β. 19 (σ. 894)˙ ― Παθ., ἐκλέγομαι διὰ κλήρου, Δημ. 747. 3.
}}
{{bailly
|btext=désigner <i>ou</i> décider par le sort au moyen de fèves.<br />'''Étymologie:''' [[κύαμος]].
}}
}}