Anonymous

πάντολμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάντολμος''': -ον, ὁ τὰ πάντα τολμῶν, [[αὐθάδης]], [[ἀναίσχυντος]], φωτὶ παντόλμῳ φρένας Αἰσχύλ. Θήβ. 671, πρβλ. Χο. 430, 596, Εὐρ. Ι. Α. 913, κτλ.
|lstext='''πάντολμος''': -ον, ὁ τὰ πάντα τολμῶν, [[αὐθάδης]], [[ἀναίσχυντος]], φωτὶ παντόλμῳ φρένας Αἰσχύλ. Θήβ. 671, πρβλ. Χο. 430, 596, Εὐρ. Ι. Α. 913, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une audace prête à tout.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[τολμάω]].
}}
}}