Anonymous

ἔγκληρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔγκληρος''': -ον, ἔχων κλῆρον ἢ [[μερίδιον]] εἴς τι· [[μετὰ]] γεν., οὔθ᾿ ὑμεναίων ἔγκλ. Σοφ. Ἀντ. 814· λαχεῖν ἔγκληρά τινι, «τῆς αὐτῆς μοίρας τυχεῖν, λαχεῖν ὅμοια» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 837. 2) ἔχων [[μερίδιον]] εἴς τινα κληρονομίαν, [[κληρονόμος]], = [[ἐπίκληρος]], Εὐρ. Ι. Τ. 682· [[ἔγκληρος]] [[εὐνή]], [[γάμος]] φέρων πλοῦτον, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1011· ἔγκλ. πεδία, χωράφια ἃ κέκτηταί τις ὡς κληρονομίαν, ὁ αὐτ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 468.
|lstext='''ἔγκληρος''': -ον, ἔχων κλῆρον ἢ [[μερίδιον]] εἴς τι· [[μετὰ]] γεν., οὔθ᾿ ὑμεναίων ἔγκλ. Σοφ. Ἀντ. 814· λαχεῖν ἔγκληρά τινι, «τῆς αὐτῆς μοίρας τυχεῖν, λαχεῖν ὅμοια» (Σχόλ.), [[αὐτόθι]] 837. 2) ἔχων [[μερίδιον]] εἴς τινα κληρονομίαν, [[κληρονόμος]], = [[ἐπίκληρος]], Εὐρ. Ι. Τ. 682· [[ἔγκληρος]] [[εὐνή]], [[γάμος]] φέρων πλοῦτον, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1011· ἔγκλ. πεδία, χωράφια ἃ κέκτηταί τις ὡς κληρονομίαν, ὁ αὐτ. [[Ἡρακλ]]. Μαιν. 468.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui entre en possession d’un héritage;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> qui participe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[κλῆρος]].
}}
}}