3,276,318
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατεφάλλομαι''': ἀποθ., ἐπιπηδῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἐφορμῶ, [[κατεπάλμενος]] (μετοχ. ἀορ. β΄ συγκεκομμ.) Ἰλ. Λ. 94, Ὀππ. Κυν. Γ. 120, κτλ.· οὕτω, κατεπάλμενον (κοινῶς: καταπ-) Ἀνθ. Π. 9. 326. ΙΙ. περὶ τοῦ κατέπαλτο, ἴδε καταπάλλω. | |lstext='''κατεφάλλομαι''': ἀποθ., ἐπιπηδῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἐφορμῶ, [[κατεπάλμενος]] (μετοχ. ἀορ. β΄ συγκεκομμ.) Ἰλ. Λ. 94, Ὀππ. Κυν. Γ. 120, κτλ.· οὕτω, κατεπάλμενον (κοινῶς: καταπ-) Ἀνθ. Π. 9. 326. ΙΙ. περὶ τοῦ κατέπαλτο, ἴδε καταπάλλω. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> κατεφαλοῦμαι, <i>ao.2 ind. 3ᵉ sg. sync.</i> [[κατέπαλτο]], <i>part. sync.</i> [[κατεπάλμενος]];<br />s’élancer d’en haut ; sauter à bas de.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐφάλλομαι]]. | |||
}} | }} |