Anonymous

κατεφάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατεφάλλομαι''': ἀποθ., ἐπιπηδῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἐφορμῶ, [[κατεπάλμενος]] (μετοχ. ἀορ. β΄ συγκεκομμ.) Ἰλ. Λ. 94, Ὀππ. Κυν. Γ. 120, κτλ.· οὕτω, κατεπάλμενον (κοινῶς: καταπ-) Ἀνθ. Π. 9. 326. ΙΙ. περὶ τοῦ κατέπαλτο, ἴδε καταπάλλω.
|lstext='''κατεφάλλομαι''': ἀποθ., ἐπιπηδῶ [[ἐναντίον]] τινός, ἐφορμῶ, [[κατεπάλμενος]] (μετοχ. ἀορ. β΄ συγκεκομμ.) Ἰλ. Λ. 94, Ὀππ. Κυν. Γ. 120, κτλ.· οὕτω, κατεπάλμενον (κοινῶς: καταπ-) Ἀνθ. Π. 9. 326. ΙΙ. περὶ τοῦ κατέπαλτο, ἴδε καταπάλλω.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατεφαλοῦμαι, <i>ao.2 ind. 3ᵉ sg. sync.</i> [[κατέπαλτο]], <i>part. sync.</i> [[κατεπάλμενος]];<br />s’élancer d’en haut ; sauter à bas de.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἐφάλλομαι]].
}}
}}