3,274,919
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔποχος''': -ον, ([[ἐπέχω]]), ὁ ἐποχούμενος, [[κυρίως]] ἐπὶ ἵππου, ἁμάξης ἢ πλοίου, [[μετὰ]] γεν. ἢ δοτ., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 45. 54· μεταφ., [[λόγος]] μανίας ἐπ., [[λόγος]] ὀχούμενος ἐπὶ τῆς μανίας, δηλ. [[μανιώδης]], «τρελλός», Εὐρ. Ἱππ. 214 (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμ. νηπιάας ὀχέειν). 2) ἀπολ., [[καλῶς]] ἐπὶ τοῦ ἵππου καθήμενος, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4 ἐπόχους ἡ [[θήρα]] ἀποδεικνύει [[αὐτόθι]] 8. 1, 35· [[ἐπεὶ]] δὲ δεῖ ἐν παντίοις τε χωρίοις τὸν ἵππον ἐλαύνοντα [[ἔποχον]] [[εἶναι]], νὰ μένῃ τις [[καλῶς]] ἐπὶ τοῦ ἵππου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8, 10, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 677· [[ὡσαύτως]], ἱππασίας [[ἔποχος]], ἠσκημένος εἰς..., Πλουτ. Μάρ. 34. ― Ἐπίρρ., ἐπόχως καθίσαι, ἀσφαλῶς, [[Πολυδ]]. Α΄, 209. ΙΙ. Παθ., ποταμὸς ναυσὶ ἔπ., [[πλωτός]], Πλουτ. Μάρ. 15. | |lstext='''ἔποχος''': -ον, ([[ἐπέχω]]), ὁ ἐποχούμενος, [[κυρίως]] ἐπὶ ἵππου, ἁμάξης ἢ πλοίου, [[μετὰ]] γεν. ἢ δοτ., ναῶν ἔποχοι, ἅρμασιν ἔποχοι Αἰσχύλ. Πέρσ. 45. 54· μεταφ., [[λόγος]] μανίας ἐπ., [[λόγος]] ὀχούμενος ἐπὶ τῆς μανίας, δηλ. [[μανιώδης]], «τρελλός», Εὐρ. Ἱππ. 214 (πρβλ. τὸ τοῦ Ὁμ. νηπιάας ὀχέειν). 2) ἀπολ., [[καλῶς]] ἐπὶ τοῦ ἵππου καθήμενος, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 4 ἐπόχους ἡ [[θήρα]] ἀποδεικνύει [[αὐτόθι]] 8. 1, 35· [[ἐπεὶ]] δὲ δεῖ ἐν παντίοις τε χωρίοις τὸν ἵππον ἐλαύνοντα [[ἔποχον]] [[εἶναι]], νὰ μένῃ τις [[καλῶς]] ἐπὶ τοῦ ἵππου, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8, 10, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 677· [[ὡσαύτως]], ἱππασίας [[ἔποχος]], ἠσκημένος εἰς..., Πλουτ. Μάρ. 34. ― Ἐπίρρ., ἐπόχως καθίσαι, ἀσφαλῶς, [[Πολυδ]]. Α΄, 209. ΙΙ. Παθ., ποταμὸς ναυσὶ ἔπ., [[πλωτός]], Πλουτ. Μάρ. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui est porté <i>ou</i> monté sur : ἅρμασιν ESCHL sur des chars ; ναῶν ESCHL sur des vaisseaux ; <i>fig.</i> [[λόγος]] μανίας [[ἔποχος]] EUR paroles inspirées par un souffle de folie;<br /><b>2</b> qui se tient solidement à cheval ; ἱππασίαις [[ἔποχος]] PLUT cavalier éprouvé;<br /><b>3</b> navigable : ναυσὶ μεγάλαις PLUT pour de grands navires <i>en parl. d’un fleuve</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπέχω]]. | |||
}} | }} |