Anonymous

ἐράω: Difference between revisions

From LSJ
745 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐράω''': [[ἐκχέω]], [[τύπος]] εὑρισκόμενος μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπ-, ἐξ-, κατ-, κατεξ-, μετ-, συνερέω, ἐκτὸς ἂν διατηρηθῇ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1599.<br />ἐν τῷ ἐνεργ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἃ παρὰ ποιηταῖς [[εἶναι]] [[ἔραμαι]], ἠράμην), Ἰων. [[ἐρέω]], Ἀρχίλ. 21: παρατ. ἤρων, Ἡρόδ. 9. 108, Εὐρ. Ἀποσπ. 161, Ἀριστοφ. Ἀχ. 146. - Παθ., (ἐν συνθ.) ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8. 3· εὐκτ. ἐρῷο ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 11, 11, ἀπαρ. ἐρᾶσθαι Πλουτ. Βροῦτ. 29, κτλ., μετοχ. [[ἐρώμενος]] (ἴδε κατωτ.): - ἀλλὰ τὸ ἐράομαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς Ἀποθ., ὡς τὸ [[ἔραμαι]], γ΄ ἑνικ. ἐρᾶται Σαπφὼ 16, Θεόκρ. 2. 149, (τὸ β΄ πληθ. ἐράασθε ἐκτείνεται Ἐπικῶς ἀντὶ ἔρασθε): - ἅπαντες οἱ λοιποὶ χρόνοι εὑρίσκονται ἐν τῷ ἄρθρῳ [[ἔραμαι]]. Ἐρῶ, ἔχω ἔρωτα, ἀγαπῶ μὲ ἔρωτα, [[μετὰ]] γεν. προσ., [[κυρίως]] ἐπὶ τοῦ σφοδροῦ μεταξὺ τῶν δύο γενῶν ἔρωτος, εἶμαι ἐρωτευμένος μέ τινα ([[ἐντεῦθεν]] παρὰ Ξεν., οὐκ ἐρᾷ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..., οὐδὲ πατὴρ θυγατρὸς Κύρ. 5. 1, 10)· ἤρα τῆς… γυναικὸς Ἡρόδ. 9. 108, κτλ.· ἐρᾶν καὶ ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Συμπ. 200Α· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἐρᾶν ἔρωτα Εὐρ. Ἱππ. 31, Πλάτ. Συμπ. 181Β· ἀλλ’ ἀσχέτως πρὸς τὸν [[μεταξύ]] τῶν δύο γενῶν ἔρωτα, ἀγαπῶ θερμῶς, διαστελλόμενον τοῦ [[φιλέω]] ὡς τὸ Λατ. amo ἀπὸ τοῦ diligo (ἴδε [[φιλέω]] Ι. 3), οὐδ’ ἤρα οὐδ’ ἐφίλει Πλάτ. Λύσ. 222Α· καὶ ἐν τῷ παθ., [[ὥστε]] οὐ μόνον φιλοῖο ἂν ἀλλὰ καὶ ἐρῷο Ξεν. Ἱέρ. 11, 11, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 29: - ἀπολ., ἐρῶν, [[ἐραστής]], Πινδ. Ο. 1. 128 ([[ὅστις]] ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸ [[ἔραμαι]]), Σοφ. Ἀποσπ. 162· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐρωμένη Ἡρόδ. 3. 36· ὁ [[ἐρώμενος]] Ξεν. Συμπ. 8. 36, Πλάτ. Φαῖδρ. 239Α, κτλ., πρβλ. Αριστοφ. Ἱππ. 737. τὸν ἐρώμενον [[αὐτοῦ]], (delicias ejus, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 2. || ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι εἰς ἔρωτα, ἐπιθυμῶ τι ἐμμανῶς, τυραννίδος Ἀρχίλ. 21· μάχης ἐρῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 392· [[μόνος]] θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 156· ἀμηχάνων ἐρᾷς Σοφ. Ἀντ. 90· πατρίδος ἐρᾶν Εὐρ. ἐν Φοιν. 359· καὶ μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41· θανεῖν ἐρᾷ Σοφ. Ἀντ. 220, καὶ [[συχν]]. παρ’ Εὐρ.
|lstext='''ἐράω''': [[ἐκχέω]], [[τύπος]] εὑρισκόμενος μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπ-, ἐξ-, κατ-, κατεξ-, μετ-, συνερέω, ἐκτὸς ἂν διατηρηθῇ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1599.<br />ἐν τῷ ἐνεργ., μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. (ἃ παρὰ ποιηταῖς [[εἶναι]] [[ἔραμαι]], ἠράμην), Ἰων. [[ἐρέω]], Ἀρχίλ. 21: παρατ. ἤρων, Ἡρόδ. 9. 108, Εὐρ. Ἀποσπ. 161, Ἀριστοφ. Ἀχ. 146. - Παθ., (ἐν συνθ.) ἀντερᾶται Ξεν. Συμπ. 8. 3· εὐκτ. ἐρῷο ὁ αὐτ. ἐν Ἱέρ. 11, 11, ἀπαρ. ἐρᾶσθαι Πλουτ. Βροῦτ. 29, κτλ., μετοχ. [[ἐρώμενος]] (ἴδε κατωτ.): - ἀλλὰ τὸ ἐράομαι [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἐν χρήσει ὡς Ἀποθ., ὡς τὸ [[ἔραμαι]], γ΄ ἑνικ. ἐρᾶται Σαπφὼ 16, Θεόκρ. 2. 149, (τὸ β΄ πληθ. ἐράασθε ἐκτείνεται Ἐπικῶς ἀντὶ ἔρασθε): - ἅπαντες οἱ λοιποὶ χρόνοι εὑρίσκονται ἐν τῷ ἄρθρῳ [[ἔραμαι]]. Ἐρῶ, ἔχω ἔρωτα, ἀγαπῶ μὲ ἔρωτα, [[μετὰ]] γεν. προσ., [[κυρίως]] ἐπὶ τοῦ σφοδροῦ μεταξὺ τῶν δύο γενῶν ἔρωτος, εἶμαι ἐρωτευμένος μέ τινα ([[ἐντεῦθεν]] παρὰ Ξεν., οὐκ ἐρᾷ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..., οὐδὲ πατὴρ θυγατρὸς Κύρ. 5. 1, 10)· ἤρα τῆς… γυναικὸς Ἡρόδ. 9. 108, κτλ.· ἐρᾶν καὶ ἐπιθυμεῖν Πλάτ. Συμπ. 200Α· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἐρᾶν ἔρωτα Εὐρ. Ἱππ. 31, Πλάτ. Συμπ. 181Β· ἀλλ’ ἀσχέτως πρὸς τὸν [[μεταξύ]] τῶν δύο γενῶν ἔρωτα, ἀγαπῶ θερμῶς, διαστελλόμενον τοῦ [[φιλέω]] ὡς τὸ Λατ. amo ἀπὸ τοῦ diligo (ἴδε [[φιλέω]] Ι. 3), οὐδ’ ἤρα οὐδ’ ἐφίλει Πλάτ. Λύσ. 222Α· καὶ ἐν τῷ παθ., [[ὥστε]] οὐ μόνον φιλοῖο ἂν ἀλλὰ καὶ ἐρῷο Ξεν. Ἱέρ. 11, 11, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 29: - ἀπολ., ἐρῶν, [[ἐραστής]], Πινδ. Ο. 1. 128 ([[ὅστις]] ἀλλαχοῦ μεταχειρίζεται τὸ [[ἔραμαι]]), Σοφ. Ἀποσπ. 162· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐρωμένη Ἡρόδ. 3. 36· ὁ [[ἐρώμενος]] Ξεν. Συμπ. 8. 36, Πλάτ. Φαῖδρ. 239Α, κτλ., πρβλ. Αριστοφ. Ἱππ. 737. τὸν ἐρώμενον [[αὐτοῦ]], (delicias ejus, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 2. || ἐπὶ πραγμάτων, εἶμαι εἰς ἔρωτα, ἐπιθυμῶ τι ἐμμανῶς, τυραννίδος Ἀρχίλ. 21· μάχης ἐρῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 392· [[μόνος]] θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 156· ἀμηχάνων ἐρᾷς Σοφ. Ἀντ. 90· πατρίδος ἐρᾶν Εὐρ. ἐν Φοιν. 359· καὶ μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 41· θανεῖν ἐρᾷ Σοφ. Ἀντ. 220, καὶ [[συχν]]. παρ’ Εὐρ.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>-ῶ :<br /><i>seul. prés. et impf.</i> [[ἤρων]];<br /><b>1</b> aimer d’amour, être épris de : τινος de qqn ; ὁ [[ἐρῶν]], l’amant ; ὁ [[ἐρώμενος]], l’homme aimé ; ἡ ἐρωμένη HDT la femme aimée;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> aimer passionnément, mais sans idée d’amour;<br /><b>3</b> désirer vivement, souhaiter, gén.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐράομαι-ῶμαι <i>seul. prés.</i> aimer d’amour, être épris de.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue.<br /><span class="bld">2</span>verser, répandre ; vomir.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἔρα]] terre, mais le rapport originel s’est perdu (verser « à terre »).
}}
}}