Anonymous

δυσοδοπαίπαλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_16)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δυσοδοπαίπᾰλος''': -ον, [[δύσκολος]] καὶ [[πετρώδης]], [[δύσβατος]], [[κυρίως]] ἐπὶ ὀρεινοῦ δρόμου· μεταφ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 387. Ὁ Σχολ. ἑρμην. «δυσπαράβατα καὶ τραχέα».
|lstext='''δυσοδοπαίπᾰλος''': -ον, [[δύσκολος]] καὶ [[πετρώδης]], [[δύσβατος]], [[κυρίως]] ἐπὶ ὀρεινοῦ δρόμου· μεταφ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 387. Ὁ Σχολ. ἑρμην. «δυσπαράβατα καὶ τραχέα».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux roches impraticables.<br />'''Étymologie:''' [[δύσοδος]], παίπαλα.
}}
}}