3,277,121
edits
(6_17) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλότεχνος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν τέχνην [[ἔντεχνος]], Πλάτ. Πολ. 476Α, Ἀθήν. 700C, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φιλότεχνον = [[φιλοτεχνία]], [[δεξιότης]] περὶ τὴν τέχνην, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 29, κλπ. ― Ἐπίρρ. -ως, Κτησ. παρὰ Διοδ. 2. 8, κλπ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[τεχνικός]], ἐντέχνως κατεσκευασμένος, [[περίεργος]], Διόδ. 1. 33., 17. 44. | |lstext='''φῐλότεχνος''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν τέχνην [[ἔντεχνος]], Πλάτ. Πολ. 476Α, Ἀθήν. 700C, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φιλότεχνον = [[φιλοτεχνία]], [[δεξιότης]] περὶ τὴν τέχνην, ὁ αὐτ. ἐν Δημητρ. 29, κλπ. ― Ἐπίρρ. -ως, Κτησ. παρὰ Διοδ. 2. 8, κλπ. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[τεχνικός]], ἐντέχνως κατεσκευασμένος, [[περίεργος]], Διόδ. 1. 33., 17. 44. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui aime <i>ou</i> cultive les arts, industrieux ; τὸ φιλότεχνον le goût <i>ou</i> l’habileté.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[τέχνη]]. | |||
}} | }} |