3,274,216
edits
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεσχάζω''': ([[λέσχη]]) [[λεσχηνεύω]], πολυλογῶ, μωρολογῶ, κακὰ λ. Θέογν. 613· οὕτω λεσχαίνω, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 54, Καλλ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 9. | |lstext='''λεσχάζω''': ([[λέσχη]]) [[λεσχηνεύω]], πολυλογῶ, μωρολογῶ, κακὰ λ. Θέογν. 613· οὕτω λεσχαίνω, Περικτυόνη παρὰ Στοβ. 488. 54, Καλλ. παρ’ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=causer, converser, bavarder.<br />'''Étymologie:''' [[λέσχη]]. | |||
}} | }} |