Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐνουχίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_22)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐνουχίζω''': ὡς καὶ νῡν, [[ἀποτέμνω]] τὰ γεννητικὰ μόριά τινος, καθιστῶ αὐτὸν εὐνοῦχον, τοὺς δὲ πλουσίους μὴ εὐνουχίζων Λουκ. Κρονοσόλων 12˙ εὐν. ἑαυτὸν τῆς ἐπιθυμίας Κλήμ. Ἀλ. 538: - Παθ., Δίων Κ. 68. 2: - ῥηματ. ἐπίθ., εὐνουχιστέον τοὺς μόσχους Γεωπ. 17. 8, 2.
|lstext='''εὐνουχίζω''': ὡς καὶ νῡν, [[ἀποτέμνω]] τὰ γεννητικὰ μόριά τινος, καθιστῶ αὐτὸν εὐνοῦχον, τοὺς δὲ πλουσίους μὴ εὐνουχίζων Λουκ. Κρονοσόλων 12˙ εὐν. ἑαυτὸν τῆς ἐπιθυμίας Κλήμ. Ἀλ. 538: - Παθ., Δίων Κ. 68. 2: - ῥηματ. ἐπίθ., εὐνουχιστέον τοὺς μόσχους Γεωπ. 17. 8, 2.
}}
{{bailly
|btext=rendre eunuque, châtrer, mutiler.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνοῦχος]].
}}
}}