Anonymous

ἀποκεκαλυμμένως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκεκᾰλυμμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., φανερῶς, Ἰσοκρ. 171Ε, Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 8. 3.
|lstext='''ἀποκεκᾰλυμμένως''': ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., φανερῶς, Ἰσοκρ. 171Ε, Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 8. 3.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />à découvert.<br />'''Étymologie:''' part. pf. Pass. de [[ἀποκαλύπτω]].
}}
}}