3,274,216
edits
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξελέγχω''': ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἐλέγχω]], ἀποδεικνύω ἔνοχον, [[ἐξελέγχω]], ἀναιρῶ, Σιμωνίδ. 75, Σοφ. Ο.Τ. 297· [[ἐξετάζω]], ὁ αὐτ. Ἀντ. 399· [[ἀνασκευάζω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1062· τοῖς ἔργοις τοὺς λόγους ἐξ. Ἀντιφῶν 147. 6· ἐν τῷ δήμῳ ἐξελ. τινὰ Δημ. 519. 21: - Παθ., ἐπ’ αἰτίᾳ τινὶ ἐξελέγχεσθαι Λυσ. 107. 8· ὑπ’ εἰκότων Ἀντιφῶν 116. 7· ἔκ τινος Ἀριστοφ. Βάτρ. 960· ἀποδεικνύομαι, ἐξελεγχόμενος περὶ τοῦ καλοῦ, ὅτι οὐδ’ αὐτὸ τοῦτο ὅ τί ποτ’ ἔστιν [[οἶδα]] Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304D· ὑπ’ ἐμοῦ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ, ἀναιρεθήσονται ὑπ’ ἐμοῦ διὰ τῶν πραγμάτων, ὁ αὐτὸς Ἀπολ. 17Β. 2) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. προσώπου ἢ πράγμ., ἀποδεικνύω τινὰ ὅτι δὲν γιγνώσκει τι, [[ταῦτα]] αὐτὸν [[εἶναι]] σοφόν, ἃ ἂν ἄλλον ἐξελέγξω [[αὐτόθι]] 23Α, Λυσ. 222D: - Παθ., τοσοῦτον... ἡλίκον [[οὗτος]] νῦν ἐξελήλεγκται, ἀπεδείχθη νῦν ὅτι [[εἶναι]] [[ἔνοχος]], Δημ. 562. 8· οὐ τοῦτό γ’ ἐξελέγχομαι, εἰς τοῦτο βεβαίως ἐγὼ δὲν [[πταίω]], Εὐρ. Ἠλ. 36. 3) [[μετὰ]] κατηγορουμένου κατὰ μετοχ., εἰ μὲν οὖν ἐμέ τις ἐξελέγχοι ταύτην τὴν βοήθειαν ἀδύνατον [[ὄντα]] ἐμαυτῷ καὶ ἄλλῳ βοηθεῖν Πλάτ. Γοργ. 522D· [[οὕτως]], ἐξελέγχειν τινὰ ὡς... [[αὐτόθι]] 482Β: - Παθ., κἀξελέγχεται... κάκιστος ὢν Εὐρ. Ἱππ. 944· ἐξελέγχεται συμβεβουλευκὼς Δημ. 242. 26. ΙΙ. [[φέρω]] εἰς τὸ φανερόν, ὅ τ’ ἐξελέγχων [[μόνος]] ἀλάθειαν ἐτήτυμον [[χρόνος]], «καὶ ὁ [[χρόνος]] ὁ [[μόνος]] τὴν ἀλήθειαν ἀποδεικνύων φανερῶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 11 (10). 65· ἐν δικαστηρίῳ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 433· πειρῶμαι, [[δοκιμάζω]], [[μήτε]] τὴν τύχην [[λίαν]] ἐξελέγχειν Πολύβ. 21. 11, 4, κτλ.· ἐξ. τοὺς Θηβαίους εἰ διαμαχοῦνται Πλουτ. Ἀγησ. 19: - Παθ., πάντες ἦσαν ἐξεληλεγμένοι, πάντων αἱ διαθέσεις ἦσαν [[καλῶς]] ἐγνωσμέναι, Δημ. 233. 3· ἃ δ’ ἡ [[φύσις]] ἀεὶ ἐβούλετο ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές, ὅσα δὲ ἡ [[ἔμφυτος]] ἡμῶν [[διάθεσις]] διαρκῶς ἐπεθύμει ἐφανερώθησαν κατὰ τὴν ἀληθῆ αὐτῶν ὄψιν, Θουκ. 3. 64· δοκιμάζομαι, χρυσὸς μὲν οἶδεν ἐξελέγχεσθαι πυρὶ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 143. ΙΙΙ. ἀπαριθμῶ, ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον (τὰ χαλκᾶ σκεύη) οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν Πινδ. Ν. 10. 5. | |lstext='''ἐξελέγχω''': ἐπιτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἐλέγχω]], ἀποδεικνύω ἔνοχον, [[ἐξελέγχω]], ἀναιρῶ, Σιμωνίδ. 75, Σοφ. Ο.Τ. 297· [[ἐξετάζω]], ὁ αὐτ. Ἀντ. 399· [[ἀνασκευάζω]], Ἀριστοφ. Νεφ. 1062· τοῖς ἔργοις τοὺς λόγους ἐξ. Ἀντιφῶν 147. 6· ἐν τῷ δήμῳ ἐξελ. τινὰ Δημ. 519. 21: - Παθ., ἐπ’ αἰτίᾳ τινὶ ἐξελέγχεσθαι Λυσ. 107. 8· ὑπ’ εἰκότων Ἀντιφῶν 116. 7· ἔκ τινος Ἀριστοφ. Βάτρ. 960· ἀποδεικνύομαι, ἐξελεγχόμενος περὶ τοῦ καλοῦ, ὅτι οὐδ’ αὐτὸ τοῦτο ὅ τί ποτ’ ἔστιν [[οἶδα]] Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 304D· ὑπ’ ἐμοῦ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ, ἀναιρεθήσονται ὑπ’ ἐμοῦ διὰ τῶν πραγμάτων, ὁ αὐτὸς Ἀπολ. 17Β. 2) [[μετὰ]] διπλῆς αἰτ. προσώπου ἢ πράγμ., ἀποδεικνύω τινὰ ὅτι δὲν γιγνώσκει τι, [[ταῦτα]] αὐτὸν [[εἶναι]] σοφόν, ἃ ἂν ἄλλον ἐξελέγξω [[αὐτόθι]] 23Α, Λυσ. 222D: - Παθ., τοσοῦτον... ἡλίκον [[οὗτος]] νῦν ἐξελήλεγκται, ἀπεδείχθη νῦν ὅτι [[εἶναι]] [[ἔνοχος]], Δημ. 562. 8· οὐ τοῦτό γ’ ἐξελέγχομαι, εἰς τοῦτο βεβαίως ἐγὼ δὲν [[πταίω]], Εὐρ. Ἠλ. 36. 3) [[μετὰ]] κατηγορουμένου κατὰ μετοχ., εἰ μὲν οὖν ἐμέ τις ἐξελέγχοι ταύτην τὴν βοήθειαν ἀδύνατον [[ὄντα]] ἐμαυτῷ καὶ ἄλλῳ βοηθεῖν Πλάτ. Γοργ. 522D· [[οὕτως]], ἐξελέγχειν τινὰ ὡς... [[αὐτόθι]] 482Β: - Παθ., κἀξελέγχεται... κάκιστος ὢν Εὐρ. Ἱππ. 944· ἐξελέγχεται συμβεβουλευκὼς Δημ. 242. 26. ΙΙ. [[φέρω]] εἰς τὸ φανερόν, ὅ τ’ ἐξελέγχων [[μόνος]] ἀλάθειαν ἐτήτυμον [[χρόνος]], «καὶ ὁ [[χρόνος]] ὁ [[μόνος]] τὴν ἀλήθειαν ἀποδεικνύων φανερῶς» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 11 (10). 65· ἐν δικαστηρίῳ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 433· πειρῶμαι, [[δοκιμάζω]], [[μήτε]] τὴν τύχην [[λίαν]] ἐξελέγχειν Πολύβ. 21. 11, 4, κτλ.· ἐξ. τοὺς Θηβαίους εἰ διαμαχοῦνται Πλουτ. Ἀγησ. 19: - Παθ., πάντες ἦσαν ἐξεληλεγμένοι, πάντων αἱ διαθέσεις ἦσαν [[καλῶς]] ἐγνωσμέναι, Δημ. 233. 3· ἃ δ’ ἡ [[φύσις]] ἀεὶ ἐβούλετο ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές, ὅσα δὲ ἡ [[ἔμφυτος]] ἡμῶν [[διάθεσις]] διαρκῶς ἐπεθύμει ἐφανερώθησαν κατὰ τὴν ἀληθῆ αὐτῶν ὄψιν, Θουκ. 3. 64· δοκιμάζομαι, χρυσὸς μὲν οἶδεν ἐξελέγχεσθαι πυρὶ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 143. ΙΙΙ. ἀπαριθμῶ, ἀλλὰ χαλκὸν μυρίον (τὰ χαλκᾶ σκεύη) οὐ δυνατὸν ἐξελέγχειν Πινδ. Ν. 10. 5. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf. Pass.</i> [[ἐξελήλεγμαι]] <i>ou</i> ἐξήλεγμαι;<br /><b>1</b> réfuter, confondre ; <i>en gén.</i> convaincre (d’une faute, d’un crime, <i>etc.</i>) : τινά [[τι]] qqn de qch ; ἐξελέγχεσθαι [[ὑπό]] τινος être convaincu par qqn <i>ou</i> par qch ; ἐξελέγχεται [[κάκιστος]] [[ὤν]] EUR il est convaincu d’être très pervers;<br /><b>2</b> fournir une preuve : [[ἐς]] τὸ ἀληθές THC démontrer véritable (qch);<br /><b>3</b> vérifier : [[ἐξ]]. τινὰ [[εἰ]] PLUT sonder <i>litt.</i> éprouver) qqn pour voir si.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἐλέγχω]]. | |||
}} | }} |