Anonymous

ἀκατάκριτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκατάκρῐτος''': -ον, ὁ μὴ κατακριθείς, Πράξ. Ἀποστ. ιϛ΄, 37., κβ΄, 25. - Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. κτλ.
|lstext='''ἀκατάκρῐτος''': -ον, ὁ μὴ κατακριθείς, Πράξ. Ἀποστ. ιϛ΄, 37., κβ΄, 25. - Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non condamné.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[κατακρίνω]].
}}
}}